Χρονογράφημα: Γιάννης και Θύμιος Ρέ(ν)τζος


Κυριακή 13 Ιουνίου 1926. Πρέβεζα, 7.30 το πρωί. Εξω από το κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας σταματά ένα ναυλωμένο ιδιωτικό αυτοκίνητο με το προσωνύμιο «Περσεφόνη».

  • 12/3/2015

Πηγή φωτό: Νίκος Ι. Πάνος, Ρεντζαίοι, «Οι βασιλείς της Ηπείρου», Φιλιππιάδα, 2006

Ο ταμίας του υποκαταστήματος μεταφέρει σε ένα άδειο ξύλινο κιβώτιο στην οροφή του αυτοκινήτου δύο τσάντες με 15 εκατ. δρχ., ποσό μεγάλο για την εποχή.  Ο ίδιος, δύο συνάδελφοί του, ο οδηγός Απ. Δράκος, και τέσσερις χωροφύλακες ξεκινούν για το ταξίδι τους, να μεταφέρουν τα χρήματα στα Ιωάννινα, από όπου, άλλωστε, είχε την προηγούμενη ημέρα ξεκινήσει το αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας 1087, μάρκας Φίατ, επταθέσιο. Στο αυτοκίνητο επιβαίνουν και δύο φίλοι του διευθυντή του προαναφερθέντος υποκαταστήματος.

«Ο μόνος δημόσιος δρόμος, ο οποίος δύναται να αποκληθεί οδός πραγματική [στην Ηπειρο] , βατή δι’ οχήματα ή δι’ αυτοκίνητα, είναι  οδός Πρεβέζης-Ιωαννίνων, μόνη οδός της Ηπείρου της επεκτεινομένης προς νότον των Ιωαννίνων», έλεγε ένας βουλευτής στη Βουλή, όπου συζητήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1926 επερώτηση σχετική με τους λόγους για τους οποίους είχε σταματήσει η πρόοδος των εργασιών για την αποπεράτωση της οδού Ηγουμενίτσας-Ιωαννίνων, με αφορμή συζήτηση για τη ληστεία της Πέτρας και, γενικότερα, τη  ληστεία τότε στην Ελλάδα – υπουργός Συγκοινωνίας ήταν ο Ι. Μεταξάς.

Μία ώρα μετά την αναχώρηση, 30 χλμ. από την Πρέβεζα, στη θέση «Πέτρα, κοντά στο χωριό Λούρος της Φιλιππιάδας, ένας κορμός είναι τοποθετημένος στη μέση του δρόμου. Ενα τέταρτο νωρίτερα από το σημείο είχε περάσει το αυτοκίνητο του νομάρχη Πρέβεζας και ο «συνοδός χωροφύλαξ» κάτι είχε αντιληφθεί κινούμενο «εις τους παρακείμενους θάμνους», αλλά δεν έδωσε σημασία.

Ο οδηγός της «Περσεφόνης» μειώνει ταχύτητα και ενημερώνει τους επιβάτες, οι οποίοι, καθώς η ημέρα ήταν καλή, είχαν ανοίξει  τον μουσαμά της οροφής. Πριν προλάβουν να κατεβούν οδηγός και επιβάτες, το αυτοκίνητο δέχεται καταιγιστικά πυρά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις.

Ο οδηγός τραυματίζεται θανάσιμα, οι σφαίρες διαπερνούν τη μάσκα, κτυπούν τον κινητήρα, άλλες διαπερνούν τα ελαστικά, το αυτοκίνητο, εκτός ελέγχου, κυλά προς τα πίσω και ανατρεπόμενο σταματά αναποδογυρισμένο σε έναν κορμό δέντρου.

Οι δράστες πλησιάζουν στο αυτοκίνητο, αποτελειώνουν με γιαταγάνι έναν από τους τραυματίες, και αποσπούν τα χρήματα. Εξι από τους επιβάτες είναι νεκροί, ένας χωροφύλακας κατορθώνει να διαφύγει μέσα από την πυκνή βλάστηση από τον ποταμό Λούρο.

Πρόκειται για τη σημαντικότερη ληστεία χρηματαποστολής στην Ελλάδα, μια υπόθεση που απασχόλησε επί μακρόν τον Τύπο και τις Αρχές.

Υστερα από μερικές ώρες, λόγω της δυσκολίας πρόσβασης, εξαιτίας και του ανεπαρκέστατου οδικού δικτύου, επιτόπου έσπευσαν πολυάριθμες δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής από τα Ιωάννινα, ενώ τις επόμενες μέρες δύο «συντάγματα κυνηγών» κυριολεκτικά κατακλύζουν τα γύρω χωριά, απελαύνονται όλοι οι κατά καιρούς αμνηστευθέντες ληστές που διαβιούν στην Ηπειρο  και συστήνονται μόνιμα φυλάκια κατά μήκος του δρόμου Πρέβεζας - Ιωαννίνων, ενώ απαγορεύεται στους κατοίκους των ως άνω περιοχών και της Αρτας να μετακινηθούν έξω από τα όρια των περιοχών τους. Παράλληλα, προσάγονται και προσωρινά συλλαμβάνονται  περίπου 7.000 κάτοικοι της περιοχής, ενώ οι καταγγελίες για άσκηση βίας από τις Αρχές είναι άφθονες.

Στις 24 Ιουνίου, ο ηγούμενος της μονής του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται κοντά στο σημείο της ληστείας, μέλος στο παρελθόν ληστρικών συμμοριών ο ίδιος, παπα-Γιάννης, κατά κόσμον Ιωακείμ Νάκιος, αποκαλύπτει, ύστερα από επίμονη ανάκριση, πως δύο μέρες πριν από τη ληστεία  7 ή 8 ληστές, με στρατιωτικές στολές, του είχαν ζητήσει να τους φιλοξενήσει στο μοναστήρι, όπως και έπραξε. Ο Νάκιος κατέθεσε συνολικά 11 φορές, 3 φορές ως μάρτυρας, 8 ως κατηγορούμενος. Κάθε φορά έδινε νέα στοιχεία, τα οποία αξιοποίησαν οι Αρχές, ώστε να εξακριβώσουν την ταυτότητα των 8 ληστών, αλλά και των οργανωτών της ληστείας, των αδελφών Ρε(ν)τζαίων. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο διαβόητος λήσταρχος της εποχής Λάμπρος Στάθης και ο Δημήτριος Παππάς ή Μερεμέτης.

Οι Ρε(ν)τζαίοι βρίσκονται στη Βάρνα, στη Βουλγαρία, όπου είχαν εγκατασταθεί ως Αλβανοί υπήκοοι ασχολούμενοι με το σιτεμπόριο. Τα δύο αδέλφια είχαν γεννηθεί στο μικρό χωριό Ανώγι Πρέβεζας, το 1896 ο Γιάννης και το 1899 ο Θύμιος. Την άνοιξη του 1909 ο πατέρας τους είχε δολοφονηθεί από ζωοκλέφτες. Πληροφορήθηκαν την ταυτότητα των δραστών το 1917, όταν υπηρετούσαν στον στρατό. Λιποτάκτησαν, ανέβηκαν στο βουνό, σκότωσαν του δολοφόνους και πέρασαν στην παρανομία – μέχρι το 1925 η δράση τους αφορά σε 47 (κατά άλλους σε 98...) δολοφονίες, αναρίθμητες κλοπές και ληστείες, απαγωγές για την απόδοση λύτρων. Στις 14 Νοεμβρίου 1925, η κυβέρνηση Πάγκαλου χορηγεί αμνηστία, σύμφωνα με την οποία απαλλάσσονταν όσοι ληστές, «φυγόδικοι ή φυγόποινοι» συλλάβουν ή προσαγάγουν ή φονεύσουν «ληστήν επικεκηρυγμένον». Σπεύδουν οι αδελφοί να σκοτώσουν δύο παλιούς συντρόφους τους και καταφέρνουν να περιληφθούν στα ευεργετικά μέτρα. Εγκαθίστανται, έτσι, μόνιμα στα Ιωάννινα.

«Η είδησις της αμνηστεύσεως διεδόθη αστραπιαίως εις ολόκληρην την πόλιν των Ιωαννίνων...», έγραφε η εφημερίδα Ελληνική. «Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής τι έγινεν όταν οι Ρεντζαίοι μπήκαν εις τα  Γιάννενα  συνοδευόμενοι από πεντηκοντάδα αυτοκινήτων. Ολος ο κόσμος είχε συγκεντρωθή εις την πλατείαν για να ιδή τα παλληκάρια. Ενα αίσθημα θαυμασμού και τρόμου συγχρόνως εκίνει ολόκληρον εκείνον τον κόσμον». Οι Ρε(ν)τζαίοι  εγκαταστάθηκαν σε κεντρικό ξενοδοχείο των Ιωαννίνων ζώντας... βασιλικά, συναναστρεφόμενοι με τα μέλη της υψηλής κοινωνίας της πόλης. Εξάλλου, οι δύο αδελφοί, σύμφωνα με τον βουλευτή Μ. Γουδά, σε αγόρευσή του στη Βουλή, τον Δεκέμβριο του 1926, κατά τους επόμενους, ύστερα από την εγκατάστασή τους στα Ιωάννινα μήνες, «εχρησίμευσαν ως ημιεπίσημα αστυνομικά όργανα του κράτους, συμπαρεδρεύοντες εις την αστυνομίαν και παρέχοντας πληροφορίες»...

Οι δύο αδελφοί, εκμεταλλευόμενοι πολλά λάθη των διωκτικών αρχών, διέφυγαν από τα Ιωάννινα στις 23 Ιουνίου 1926 και την άνοιξη του επόμενου έτους πέρασαν τα αλβανικά σύνορα και με πλαστά διαβατήρια από εκεί έφτασαν στο Μπάρι, στην Ιταλία, μετά στο Μιλάνο, ύστερα στη Ρουμανία, όπου, όπως κιόλας είπαμε, συνελήφθησαν από ομάδα αντρών της Ελληνικής Αστυνομίας, με τη συνεργασία των ρουμανικών Αρχών, και σιδηροδέσμιοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς στη διαδρομή να κατακλύζονται από πλήθος κόσμου.

Η «δίκη των δικών», σύμφωνα με τον Γεώργιο  Αθανασιάδη-Νόβα, ανταποκριτή της εφημερίδας Πολιτεία στον τόπο της ληστείας και ύστερα στην αίθουσα του δικαστηρίου, πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1929. Οι Ρε(ν)τζαίοι στήθηκαν απέναντι από τις κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος στις 5 Μαρτίου 1930 στην Κέρκυρα, αφού προηγουμένως είχαν υμνηθεί από τη λαϊκή μούσα.

Η «Περσεφόνη» αποκαταστάθηκε - στην «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» αναφέρεται αναλυτικά το σχετικό κόστος, συνιστώντας, χάρη στη δράση των Ρε(ν)τζαίων εμβληματικό όχημα, το ενδιαφέρον για το οποίο, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του και την αντοχή του αμαξώματος, για παράδειγμα, αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων.  Αναλόγως η αυτοκινητοπομπή που συνόδεψε στα Ιωάννινα του αδελφούς έγινε πρωτοσέλιδο. Θαυμάστηκαν τα κατορθώματα των αδελφών, αντικείμενο θαυμασμού  για τις λαϊκές μάζες, κρυφά αντικείμενα του πόθου, κατέστησαν και τα αυτοκίνητα. Συνοδεύουν τη δοξολόγηση πράξεων ηρωισμού και λεβεντιάς, με τις οποίες τότε η ληστεία ταυτιζόταν. Οσο για το οδικό δίκτυο και τις συγκοινωνίες, «αι ελλείψεις  της συγκοινωνίας είναι μία των πρωτίστων αιτιών μιας άλλης καταστάσεως υφισταμένης εν Ηπείρω και πασίγνωστος της καταστάσεως της ληστείας», όπως έλεγε ο ήδη γνωστός μας βουλευτής Δράμας και Ιωαννίνων και πρώην υπουργός   Μ. Γούδας στη Βουλή.

Απέχουμε μόλις δύο χρόνια από το μείζον εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Ελ. Βενιζέλου, στο πλαίσιο του οποίου η αυτοκίνηση, η τεχνολογία, γενικότερα,  και το οδικό δίκτυο συνιστούν ένα από τα  προνομιακά πεδία υποδοχής και δεξίωσης, ώστε η Ελλάδα να γίνει  «αγνώριστη».

Αλλά η επί του θέματος σφραγίδα των Ρε(ν)τζαίων, σε μια εποχή μετέωρου μοντερνισμού, έχει ανεξίτηλα τυπωθεί.