Χρονογράφημα: «Ο κόσμος ο οποίος εκοιμήθη χθες με την ακλόνητον πεποίθησιν»


Την Πέμπτη 1η Μαρτίου 1923 η ήδη πενταετής Καθημερινή υπεδέχετο την υιοθέτηση του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου. «Ο κόσμος ο οποίος εκοιμήθη χθες με την ακλόνητον πεποίθησιν», έγραφε η εφημερίδα.

  • 5/1/2016

Την Πέμπτη 1η Μαρτίου 1923 η ήδη πενταετής Καθημερινή υπεδέχετο την υιοθέτηση του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου. «Ο κόσμος ο οποίος εκοιμήθη χθες με την ακλόνητον πεποίθησιν», έγραφε η εφημερίδα, «ότι ήτο Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 1923, θα πληροφορηθεί σήμερον ότι είναι μεν Πέμπτη, η επομένη της Τετάρτης ημέρα, αλλά η 1η Μαρτίου. Διότι από σήμερον, ως γνωστόν, αρχίζει η εφαρμογή του νέου ημερολογίου».

Υπεδέχετο, επίσης και συγχρόνως, η Καθημερινή το νέο «ημερολόγιο» με μία «Ανακάλυψι», πρωτοσέλιδο κείμενο υπογεγραμμένο από τον δημοσιογράφο Μπράνα. Ευθύς ο λόγος στον συντάκτη: «Χθες, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν μου, επέβην αυτοκινήτου. Καλέ, τα’ είν’ τούτο. Πριν ξεκινήσει εγουργούρισε στριγκά και διά μακρών γκρρρ και ολόκληρον το όχημα έκαμε επίσης γκρρρ. Αλλά και ο στόμαχος και όλα του στήθους τα περιεχόμενα και ο σβέρκος μου και τα αυτιά μου και το κούτελο και όλο το νευρικό μου σύστημα έκαμαν γκρρρ. Οταν εξεκίνησε, κι εξεκίνησεν αποτόμως, όλος ο κορμός μου έκλινεν προς τα εμπρός, αλλά και πάλιν ανετινάχθην προς τα οπίσω κι εκόλλησα στο μαλακόν ερεισίνωτον. Τρέχει. Ο δρόμος έχει χαντάκια. Λάκκους, λακκίσκους, πέτρες, κοτρώνια και ο υποφαινόμενος χορεύει επί του καθίσματος... Χάνδαξ δεξιά, χανδάκιον αριστερά. Το αυτοκίνητον κλίνει αποτόμως πότε από δω και πότε από εκεί, και ο υποφαινόμενος πότε ακουμπά το κεφάλι του στη βελουδένια παρειά της κουκούλας και χαϊδεύει με το μάγουλό του το μαλακώτατον βελούδον και πότε πέφτει μονόπλευρα στο κάθισμα και κάνει το ψαράκι. Αρχίζουν πάλιν πέτρες, κοτρώνια, λάκκοι, λακκίσκοι και αρχίζει πάλιν ο χορός... Μετ’ ολίγον εμβαίνωμεν εις ευθείαν και ευδάπεδον λεωφόρον. Το αυτοκίνητον τρέχει δρομαίως και ακωλύτως. Εντοιχίζομαι εις το αναπαυτικόν ερεσείνωτον και... αααααα... τι είναι αυτό... Κάτι σαν φόβος και κάτι σαν αμφιβολία, σαν να ανοίγεται εντός μου χάος απύθμενον, σαν να καταπίνω φούσκες αεροστάτων, σαν να κυλίωμαι εις το άπειρον, σαν να μου έβαλαν τεράστιον και αθόρυβον μοτέρ. Το οποίον με προωθεί κατά των νεφών. Αυτός υποτίθεται είναι ο ίλιγγος. Αλλά και τι ηδονικόν αίσθημα αυτό το μεταξύ αμφιβολίας και τρόμου, μεταξύ πραγματικότητας και απείρου, αυτή η φρενήρης δολιχοδρομία μεταξύ γης και ουρανού. Είμαι πουλάκι, πετώ στον άνεμο, άγγελος ευπλόκαμος και ο αέρας έρχεται και με χαϊδεύει και με μπατσίζει και μου ανακατεύει τα μαλλιά και μου κάνει φιτ-φιτ και μπαίνει παντού, ο αναιδέστατος, και με γαργαλίζει. Α, έτσι, λοιπόν... Γι' αυτό η Πιπίτσα, η Λιλίκα και η Μαρίκα τρελαίνονται για αυτοκίνητα» – κι αυτά προσδίδουν «νέα ταχύτητα» στην πόλη. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επιμείνουμε ότι το αυτοκίνητο δημιουργεί ιεραρχίες, αισθητικής, επιδόσεων, κοινωνική ιεραρχία, εντέλει, αφού συνιστά και συστήνεται, μέσα από την κοινωνική χρήση του, ως σύμβολο γοήτρου, κύρους - δύναμης, άνεσης, ταχύτητας. Αλλά και ονειρώδες και ονειρικό είναι το αυτοκίνητο και, έτσι, γίνεται τρόπον τινά μαγικό. Ο λόγος, στην περίπτωσή του, έχει επισημάνει ένας Γάλλος διανοούμενος, «τρέφεται με ρητορεία και τυλίγει το φανταστικό», σημαίνον αντικείμενο σε σημαίνον σύνολο μέσα, σωρεύει ρόλους, συνοψίζει τους καταναγκασμούς της καθημερινότητας, συγχρόνως ωθεί στο έπακρο το κοινωνικό προνόμιο του κατόχου του, αλλά και συμπυκνώνει τις προσπάθειες για την έξοδο από το καθημερινό ενσωματώνοντας πάλι και ξανά στο καθημερινό το παιχνίδι, τον κίνδυνο, το νόημα, συνιστά «κανονικότητα».

Πράγματι, μόλις τρία χρόνια αφότου η Καθημερινή υποδέχτηκε πανηγυρικά το αυτοκίνητο, το 1926, ο Νίκος Σφακιανάκης, ο «Βιλλάρ», γύρισε τη μεσαίου μήκους κωμωδία Οι περιπέτειες του Βιλλάρ. Η ταινία εκτυλίσσεται στην Αθήνα, ο πρωταγωνιστής περπατά και καθυστερεί μπροστά στα καταστήματα, ακούει και παρωδεί, την εποχή του τσάρλεστον και του γραμμόφωνου, μαύρους μουσικούς μιας ορχήστρας τζαζ στο Φάληρο, την εποχή που η εγκατάσταση των προσφύγων ολοκληρώνεται και το ρεμπέτικο αρχίζει να διαδίδεται -το 1934 οι Αθηναίοι έχουν την ευκαιρία να δουν στην πρώτη τους εμφάνιση την ξακουστή «Τετράδα του Πειραιώς» στη μάντρα του Σαραντόπουλου- ανεβοκατεβαίνει στο τραμ, διασχίζει δημόσιους κήπους, συζητά μπροστά σε εμβληματικά κτίρια της πρωτεύουσας, και, βεβαίως, μέσα σε αυτοκίνητο διασχίζει δρόμους της πόλης, σε μια εποχή που λειτουργούσαν τριάντα δύο θερινοί κινηματογράφοι στην Αθήνα, ενώ 71 κινηματογραφικές αίθουσες λειτουργούν σε όλη την Ελλάδα και κινηματογραφικά περιοδικά κάνουν την εμφάνισή τους, τότε που η Ελλάδα αρχίζει να αποτελεί ένα τεράστιο «βερεσετζίδικο», όπως πίστευε και έγραφε το 1930 ο γερουσιαστής και πρόεδρος του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Γ. Στρίγκος. Το κλεινόν άστυ είναι γεμάτο ταξί, η Γλυφάδα γέμει ωραίων επαύλεων, οι Αθηναίοι σπεύδουν στο καζίνο στο Λουτράκι και συχνά-πυκνά αγοράζουν με μηνιαίες δόσεις - η πρώτη σχετική διαφήμιση έκανε την εμφάνισή της σε καταχώρηση εμποροραπτικού οίκου το 1924, ένα χρόνο πριν αρχίσει στην Ελλάδα η πώληση ραδιοφώνων – το 1926 αναφέρονται ήδη 200 συσκευές ραδιοφώνου σε όλη την Ελλάδα, μόλις δύο χρόνια πριν αρχίσει η βενιζελική τετραετία, οπότε η Ελλάδα, εντέλει, δεν έγινε «αγνώριστη».