Οι σχολικές ποδιές και το τελευταίο κουδούνι


Πώς μια ιστορία του Γιάννη Τσεκλένη από το "μακρινό" 1982 μας θυμίζει ότι εδώ και τέσσερις δεκαετίες τίποτα εκτός από τα ονόματα δεν έχει αλλάξει. Ίσως ούτε και τα ονόματα...

«Το 1982 στις 5 Φεβρουαρίου, ο Ανδρέας Παπανδρέου καταργεί τις σχολικές ποδιές. Είχε την πρόθεση να επιτρέψει στους δεκαοκτάρηδες να ψηφίζουν και ήθελε να κάνει κάτι για τα νέα παιδιά που θα ψήφιζαν για πρώτη φορά μόλις θα τελείωναν το σχολείο στον επόμενο γύρο των εκλογών. Με αυτή την του την απόφασή έκλεισε 120 βιομηχανίες. Εμένα τότε με έπιασε με 320.000 μέτρα ύφασμα για ποδιές. Μπλε, ειδικής παραγωγής, πανάκριβες, ούτε εξαγωγή δεν μπορούσα να το κάνω στην Σαουδική Αραβία όπου φορούσαν ποδιές. Η απάντηση του υπουργού Παιδείας τότε, του Λευτέρη Βερυβάκη ήταν δηλωτική της αντιμετώπισης που είχαμε: "Βρε αθεόφοβοι, από τώρα είστε έτοιμοι; Φεβρουάριο μήνα για Αύγουστο;. Μα η αγορά της ποδιάς ήταν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες κομμάτια. Πώς λοιπόν θα γινόταν η παραγωγή τους ώστε έγκαιρα να έφθαναν στα καταστήματα; Αυτή η άγνοια χτυπά μπούμερανγκ την επιχειρηματικότητα».

Τα λόγια αυτά προέρχονται από έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να γράψει την "Ιλιάδα" και την "Οδύσσεια" μαζί της ελληνικής επιχειρηματικότητας, του Γιάννη Τσεκλένη, σε μία πολύ ωραία συνέντευξη στην Έφη Φαλίδα στα ΝΕΑ. Και περιγράφει όσο πιο παραστατικά γίνεται τις κακοδαιμονίες μιας κοινωνίας και μιας παρασιτικής οικονομίας, η οποία από τότε είχε προδιαγράψει την πορεία της προς τα βράχια της κρίσης. Λέει και άλλα πράγματα ενδιαφέροντα ο κ. Τσεκλένης.

Ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι μία «βελονοχώρα», ότι η μεταποίηση είχε εξαγωγές το 1988 περί τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, αν τα μισά από αυτά ήταν επώνυμα προϊόντα θα ανέβαινε εύκολα στα 8 δισ. δολάρια, κανείς δεν θα είχε ανάγκη τον τουρισμό, "ο τουρισμός κοστίζει" λέει ο κ. Τσεκλένης. Μιλά για την απώλεια ενός ολόκληρου κλάδου, για την απαξίωση της ελληνικής υφαντουργίας, για την έλλειψη στελεχών, για τις ανοιχτές αγορές και τα ορθάνοιχτα μυαλά που δεν υπήρξαν, για "τρένο που πέρασε, στάθηκε και έφυγε".

Ο Γιάννης Τσεκλένης θα μπορούσε να είναι ένα κορυφαίο role model για νέους ανθρώπους της σημερινής γενιάς που θέλουν να ανοίξουν τα φτερά τους πέρα από τη μοίρα που τους έχουν προδιαγράψει τα αμφιθέατρα της ντροπής. Αυτούς που θέλουν να ξεφύγουν από ένα ιδιότυπο σοσιαλ-καπιταλιστικό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο όπου ακόμα και ο ιδιωτικός τομέας προσπαθεί να επιβιώσει κολλημένος παρασιτικά πάνω σε ένα κράτος-αφέντη, αποκτώντας όλο και περισσότερο τα καρκινώματά του. Σ' εκείνους που βλέπουν τον κόσμο να προχωρά, να εξελίσσεται, να δημιουργεί, σε πείσμα μουχλιασμένων ιδεοληψιών και υστερο-σοσιαλιστικών συνθημάτων που ούτε ως καρτ ποστάλ στα τουριστάδικα της Ιστορίας δεν έχουν θέση πια.

Ο Γιάννης Τσεκλένης (και αρκετοί άλλοι εκείνης της εποχής) αναζήτησαν την πνευματική, αισθητική και επαγγελματικής τους καταξίωση στο εξωτερικό και τα κατάφεραν, μέχρι να φάνε τα μούτρα τους στα πρωτοσοσιαλιστικά μουστάκια και τα γυαλιστερά κοστούμια της Αλλαγής. Και απαξιώθηκαν σε μια χώρα που οι έννοιες "κέρδος", "επιχειρηματικότητα", "καριέρα" είναι αυτές που σε κάνουν απόκληρο της κοινωνίας και όχι προβεβλημένο μέλος της. Όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα. Δυστυχώς πολύ περισσότερο σήμερα.

Πριν λίγες ημέρες βρέθηκα προσκεκλημένος της BMW στο Ρότερνταμ όπου μεταξύ άλλων υπογράφηκε και μνημόνιο συνεργασίας της εταιρίας με την πόλη για το μέλλον των μετακινήσεων. Δεν θα επεκταθώ σε όσα θαυμαστά μας αποκαλύφθηκαν (διαβάστε τα στο επερχόμενο τεύχος του Car And Driver). Ούτε στον μόνιμο τρόμο που έχει ένας Έλληνας επισκέπτης ότι ανά πάσα στιγμή καμιά δεκαριά κρανοφόροι θα έμπαιναν μέσα και θα τα έκαναν λαμπόγυαλο γιατί που ακούστηκε να υπογράφει μια ιδιωτική εταιρία με έναν δήμο και να ξεχνά ότι «ένας είναι ο εχθρός ο καπιταλισμός».

Θα σας μιλήσω για κάτι που κυριολεκτικά με γέμισε θλίψη. Για το “HAVEN LAB”. Ένα τεράστιο σύμπλεγμα αποθηκών σε ένα από τα δεκάδες ντοκ του λιμανιού, όπου η πόλη και το πανεπιστήμιο Erasmus έχουν δώσει όλα τα εφόδια στους φοιτητές κάθε ειδικότητας να κάνουν τα εργαστήριά τους σε πραγματικές συνθήκες, με κανονικά εργαλεία, και όσο γίνεται πιο κοντά στην παραγωγή. Ενώ ένα δεύτερο κομμάτι είναι ένας ελεύθερος χώρος χωρισμένος στο δάπεδο σε κουτάκια των 40-50 τετραγωνικών, μέσα στα οποία μπορούσαν να έρθουν οι νεαροί start uppers και με πολύ συνοπτικές διαδικασίες να ξεκινήσουν την δραστηριότητά τους.

Πρόκειται για τον μεγαλύτερο στεγασμένο χώρο της Ευρώπης για τέτοιου είδους δραστηριότητες, ένα μοναδικό εργαστήρι δημιουργίας και πνευματικής ευδαιμονίας που πέραν όλων των άλλων σε καθηλώνει με την απόλυτη -σχεδόν εκκλησιαστική- ησυχία του και την απίστευτη για ένα τριτοκοσμικό Έλληνα καθαριότητά του (δεν μιλώ για κομματικές αφίσες και πανό, αυτά αν τα πεις θα το εκλάβουν για άγνωστης έμπνευσης κακό χιούμορ, μιλώ για τις τουαλέτες που ήταν πιο καθαρές και από πανάκριβο αθηναϊκό εστιατόριο).

Η ιστορία με τις ποδιές του Τσεκλένη και τα αμέτρητα τόπια ύφασμα που ξέμειναν, είναι τόσο παλιά όσο και σημερινή. Μόνο τα ονόματα να αλλάξετε -σχεδόν ούτε και αυτά...- και όλα είναι ίδια, κοντά 40 χρόνια μετά. Ίσως και χειρότερα, καθώς όπως φαίνεται έχουμε πια εθιστεί σ' αυτό το κρατικοδίαιτο μοντέλο οικονομικής λειτουργίας και μιας ράτσας που πάντα είχε τα θέματά της με την κατσίκα του γείτονα και όχι με το γάλα της δικής της. Και οτιδήποτε έξω από αυτό όχι μόνο δεν μπορούμε να το αξιολογήσουμε αλλά το πολεμάμε κιόλας με όλες μας τις δυνάμεις.

Βλέπω τα Ολλανδάκια με σηκωμένο το χέρι στο πρώτο-πρώτο θρανίο των νέων καιρών, βλέπω τα Ελληνάκια να αφισοκολλούν ανάμεσα σε εμπόρους ναρκωτικών (και με το νόμο πλέον...) και ξέρω πια ότι δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες. Με ποδιές ή χωρίς, το τελευταίο κουδούνι, εκείνο του σχολάσματος της Ιστορίας, έχει ήδη χτυπήσει για εμάς.