Χρονογράφημα: Μ. Καραγάτσης


Η χρήση του αυτοκινήτου από τον ελληνικό στρατό, η οργάνωση της αντίστοιχης υπηρεσίας, η εκπαίδευση οδηγών και τεχνικών συνιστούν ένα σαφές πεδίο μέσω του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε τη διάδοση της αυτοκίνησης στην Ελλάδα, ήδη από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων.

  • 5/10/2015

Η χρήση του αυτοκινήτου από τον ελληνικό στρατό, η οργάνωση της αντίστοιχης υπηρεσίας, η εκπαίδευση οδηγών και τεχνικών συνιστούν ένα σαφές πεδίο μέσω του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε τη διάδοση της αυτοκίνησης στην Ελλάδα, ήδη από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Τη 14η Ιανουαρίου 1913, με την υπ. αρ. 9 Εγκύκλιο του Υπουργείου Στρατιωτικών, η σύσταση και η υπηρεσία αυτοκινήτων αποσπάστηκε από τον Λόχο Πυροσβεστών, όπου μέχρι τότε υπάγετο, και υπάγεται πλέον στη Διεύθυνση Μηχανικού του Υπουργείου Στρατιωτικών, έτσι ώστε «οι διά αυτοκινήτων μεταφορές του Στρατού ανεξαρτητοποιούνται έναντι των μεταφορών διά υποζυγίων και αποτελούν ιδιαίτερο τμήμα», ενώ στο τέλος  Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς συστήθηκε και η Οικονομική Υπηρεσία της Υπηρεσίας Αυτοκινήτων.

Η προαναφερθείσα ιδρυτική εγκύκλιος περιγράφει την οργάνωση της Κεντρικής Διεύθυνσης Αυτοκινήτων στο Υπουργείο Στρατιωτικών και των Σταθμών Αυτοκινήτων στις περιοχές Μακεδονίας και Ηπείρου, τα κύρια, δηλαδή, θέατρα επιχειρήσεων των Βαλκανικών πολέμων.

Τον Απρίλιο του 1913 το Γενικό Στρατηγείο ζήτησε την υπαγωγή της Υπηρεσίας Αυτοκινήτων υπό τις διαταγές του. Ως πιθανός πρώτος «διευθυντής» των αυτοκινήτων του Γενικού Στρατηγείου και προσωπικός οδηγός του αρχιστρατήγου, διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου ΙΓ’ αναφέρεται ο Πύρρος Καραπάνος, ο οποίος εξελίχτηκε σε σημαντικό στέλεχος και γερουσιαστή (1933) του Κόμματος των Φιλελευθέρων.

Το 1918, βάσει και της εμπειρίας των Βαλκανικών πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου, καταργήθηκε το Τάγμα Αυτοκινήτων, το οποίο είχε συσταθεί με ΒΔ διάταγμα τον Αύγουστο του 1917, και συστάθηκε αυτόνομη Υπηρεσία Αυτοκινήτων στο Υπουργείο Στρατιωτικών.

Στα τέλη του 1918 οργανώθηκαν οι τεχνικές υπηρεσίες του ΕΣ, σε μια περίοδο που υπολογίστηκε ότι στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν περίπου 13.000 «φορτηγά και φορτο-επιβατικά αυτοκίνητα άτινα ήσαν διαθέσιμα εν τη χώρα εκ του συμμαχικού υλικού».

Στις αρχές Απριλίου του 1920 ο ΕΣ διέθετε 9.042 πάσης φύσεως ζωικής έλξεως οχήματα και 937 αυτοκίνητα, ενώ από το 1918 η Υπηρεσία Αυτοκινήτων είχε οργανωθεί σε Ορχους, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Κάθε Ορχος αποτελείτο από τον Λόχο Προσωπικού, τον Λόχο Υλικού και τον Λόχο Μηχανουργών, σχολεία μαθητείας για μετέπειτα μηχανικούς αυτοκινήτου, ύστερα από την αποστράτευσή τους.

Το 1925 εκδόθηκε ο πρώτος επίσημος Κανονισμός εκπαιδεύσεως εις το Αυτοκίνητον, ενώ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, κάθε Σώμα Στρατού διέθετε Διεύθυνση Μεταγωγικής Υπηρεσίας, αντίστοιχη με τη Διεύθυνση του Υπουργείου Στρατιωτικών και Μοίρα των 60-80 αυτοκινήτων. Είχε μεσολαβήσει η πρώτη καταγεγραμμένη εισαγωγή 450 φορτηγών για την Υπηρεσία Αυτοκινήτων το 1926, επί Παγκάλου.

Μια εύχυμη ένδειξη για την κατάσταση που επικρατούσε στην Υπηρεσία Αυτοκινήτων, στα «Αυτοκίνητα», μας έχει δώσει ο συγγραφέας του Γιούγκερμαν και του 10 – τα αυτοκίνητα συχνά πυκνά επισκέπτονται τις σελίδες του. Είκοσι ενός ετών ο Μ. Καραγάτσης το 1929-1930 υπηρετούσε εθελοντής στη Β΄ Μοίρα αυτοκινήτων στον Τύρναβο και ευθύς τον λόγο του δίνουμε.

«Είχαν τη χάρη τους τα αυτοκίνητα του Ελληνικού Στρατού. Μόνον οι προνομιούχοι κληρωτοί κατάφερναν να καταταχτούν στην περιζήτητη υπηρεσία», θυμάται και γράφει τον Ιανουάριο του 1949 στο νεανικό του διήγημα «Αναμνήσεις από τη Μοίρα» στη Μηνιαία Επιθεώρηση του Σώματος Εφοδιασμού και Μεταφορών ο συγγραφέας του Συνταγματάρχη Λιάπκιν. «Κατατάχτηκα εθελοντής με τετράμηνη πρόσθετη υπηρεσία - μόνο και μόνο για να υπηρετήσω στ’ αυτοκίνητα. Οι τέσσερις παραπανήσιοι μήνες συμψηφίζονταν από άλλα και σπουδαία πλεονεκτήματα». Τα γυμνάσια, πρώτα από όλα. «Ηταν λιγοστά, σχεδόν ξεκούραστα, ύστερα άρχιζε η εκπαίδευσις αυτοκινήτου». Εκείνη την εποχή, το αυτοκίνητο ήταν τροχοφόρο αρκετά σπάνιο, «που προκαλούσε τη λαχτάρα κάθε μερακλή. Μικρό πράμα το ‘χεις να είσαι σωφεράκι, με τέσσερις ρόδες κάτωθέ σου και μια μηχανή στο χέρι... Αυτοκίνητο σου λέει ο άλλος. Τα κορίτσια το ΄βλεπαν και λιγώνονταν». Τα «σωφεράκια», λοιπόν, περιβάλλονταν από αίγλη και γοητεία και μεγαλείο, «που τα ‘καναν ασυναγώνιστα στο ωραίο φύλο». Αλλά για τον συγγραφέα μας και άλλα πλεονεκτήματα είχε να υπηρετείς στα «αυτοκίνητα» , στον πόλεμο, τον καιρό εκείνο. Λόγου χάριν, «όταν ο πεζικάριος ξεθεώνονταν στην πορεία, φορτωμένος όπλο, γυλιό, κουβέρτα, φυσίγγια, σακκίδιον, παγούρι, κ.τλ., εσύ επεριδιάβαζες σαν τουρίστας πάνω στο αμαξάκι σου».

Στη Μοίρα οι φαντάροι δούλευαν με κέφι, χωρίς να βαρυγκομούν για τις αγγαρείες. «Δουλεύαμε με κέφι, πολύ ευχαριστημένοι, που η απασχόλησή μας ήταν τα περιπόθητα αυτοκίνητα», ούτε επείγονταν οι φαντάροι να ολοκληρώσουν τη θητεία τους. «Μας έκανε κακό η ιδέα πως θα αποχωριζόμασταν με τ΄ αυτοκίνητά μας», επιβεβαιώνει ο συγγραφέας μας, πριν περάσει σε ένα μικρό ανθολόγιο των τότε στρατιωτικών αυτοκινήτων. «Κάτι καμιονέτες Φίατ, κατασκευή 1915, με τιμόνι βαρύτατο και σύστημα ταχυτήτων περίπλοκο. Κάτι Τύλορες του 1918, με ελαστικά συμπαγή. Κάτι Πήρλες, αμάξια φοβερά δυσκίνητα. Κάτι Ντάαγκ με αμπραγιάζ τόσο σκληρό, που ύστερα από μιας ώρας οδήγησι σ΄ έπιανε οσφυαλγία» – σε αυτά τα τελευταία το ταμπλό υπενθύμιζε στο «σωφεράκι» το εργοστάσιο: «Ο σύνδεσμος σταυρού δ έ ο ν να λιπαίνεται καθ΄ εκάστην» -  κάτι «Χάνσες», Φορντ που εκτελούσαν χρέη λεωφορείου, «Φίατ των ωνίων». Συνεχώς χαλασμένα, φαίνεται, ήταν τα αυτοκίνητα, «και τα ρυμουλκούσαμε στο συνεργείο για διόρθωμα», εξαιτίας και της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το οδικό δίκτυο στη Θεσσαλία, αλλά και των καιρικών συνθηκών, και οι τεχνικοί ήταν χωμένοι πότε «κάτω από το σκάτικο κάρτερ κανενός Τύλορα», πότε «βουλιαγμένα μες στα φαγωμένα γρανάζια κάποιου λυμένου διαφορικού».

Δώδεκα χρόνια πριν από τη δημοσίευση του κειμένου που λίγο εδώ διαβάσαμε, ο Μ. Καραγάτσης ταξιδεύει στη Θεσσαλία και δημοσιεύει τις εντυπώσεις του στην Καθημερινή. Στις στροφές της Γκούρας, ας πούμε, η «ορατότητα κατέβηκε στο μηδέν» , όταν ένα σύννεφο «έπιασε» τους ταξιδιώτες, και «άκρατο όριο της οπτικής ακτίνας [ήταν] η τάπα του ψυγείου». Ετσι στον δρόμο «περισσότερο μαντεύεις παρά βλέπεις τη στροφή», και η ύπαρξη λακκούβας «σου γίνεται γνωστή από το τράνταγμα της σούστας», ενώ «η παρουσία τού τυχόν αντίθετα κινούμενου γίνεται γνωστή μετά τ΄ αναπόφευκτο τρακάρισμα», και «η οσμή της υγρασίας εξουδετερώνεται από τις αναθυμιάσεις του υπέρθερμου ορυκτελαίου και τους καπνούς του τσιγαρισμένου φερμουί». Δεν προκαλεί, λοιπόν, ουδεμία έκπληξη ότι ο δρόμος από τα Φάρσαλα έως τη Λάρισα (47 χλμ.) καλύπτεται σε τρεις ώρες, δρόμος ασφαλτοστρωμένος μεν, αλλά καλυμμένος από ένα παχύ στρώμα λάσπης, «αιτία ντεπαρισμένων εξαιρετικά διασκεδαστικών», σε μια εποχή που τα συνεργεία της Μπουθ δουλεύουν «νύχτα μέρα», ώστε να εξασφαλιστεί η Θεσσαλία «από τους κινδύνους των καταστροφών του νερού», να εξυγιανθεί.

Καμάρωνε ο Καραγάτσης που υπηρετούσε στη Μοίρα, αυτός, δεκανέας, γιος απόστρατου συνταγματάρχη του Μηχανικού. Καμαρώνει και νοσταλγεί. «Να γινόταν το θαύμα να ξαναβρώ τα 21 μου χρόνια, ευχαρίστως θα ξαναφορούσα τη στολή του δεκανέως των αυτοκινήτων», σημειώνει με έμφαση. «Ασπρο σειρήτι με βαθύ πράσινη τσόχα. Ο πτερωτός τροχός στ΄ αριστερό μανίκι, τα δύο πράσινα ορθογώνια στο περιλαίμιο».

Ακριβώς αυτή η νοσταλγία οιστρηλατεί τον Καραγάτση, αργότερα, όταν υπηρετεί στη Μοίρα Αυτοκινήτων στου Γουδή, να βάλει στο χέρι τη Λίνκολν του σωματάρχη – «όμορφο αμάξι, οκτακύλινδρο. Μεγάλη μάρκα, υψηλή τιμή»- «για ένα περιπατάκο στην οδό Μεσογείων, με εκατόν, εκατόν είκοσι χιλιόμετρα την ώρα», όσα του χρειάζονταν «για να καλμάρει τα νεύρα του». Ξεχύνεται ο Καραγάτσης, πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ακράτητος στην άσφαλτο και γράφει ένα τρόπον τινά δοκίμιο για την ταχύτητα και τη χρήση των τεχνημάτων, με το ένα μάτι στον δρόμο και το άλλο στον «μετρητή».  «Ογδόντα, ογδόντα πέντε, ενενήντα». Υπάρχει και άλλο περιθώριο. Αρα, «θα τρέξω μέχρι να κρεπάρω τα κύλιντρα. Ωσπου να δώσει το όμορφο αμάξι όλο το είναι του». Πατάω, λοιπόν, «γκάζι ως τη σανίδα. Τα δέντρα του δρόμου περνάν πλάι μου σαν κυνηγημένα φαντάσματα. Νιώθω πως από τρίχα κρατώ τον έλεγχο του αμαξιού», προτού «η αριστερή δεντροστοιχία από παράλληλη γίνει κάθετη», τόσο γοργά, «που δεν προλαβαίνω να αντιδράσω», και ένα τράνταγμα αισθάνεται, και «το κώμα», αναπαυτικά εγκατεστημένο σε τούτο το κείμενο για τη νεωτερικότητα, γραμμένο από το χέρι του Καραγάτση οδηγού, τη νεωτερικότητα της οποίας η αυτοκίνηση συνιστά εμβρυουλκό, λόγου χάριν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, προς όφελος και της νικηφόρας διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων.