Περί παράνομων σταθμεύσεων και καινών δαιμονίων


Η πρακτική να παρκάρουμε στα πεζοδρόμια  και έτσι να αμφισβητούμε το δικαίωμα των πεζών για την κίνηση στην πόλη αποδεικνύει πώς μια ορισμένη κουλτούρα της αυτοκίνησης αναδεικνύει το τέχνημα σε δυνάστη της κινητικότητας.

Από τον Σεπτέμβριο μέχρι  τον Νοέμβριο πέρυσι βεβαιώθηκαν 48.500 παραβάσεις για παράνομη στάθμευση. Από αυτές 9.531 αφορούν στη στάθμευση  σε ράμπα διάβασης ΑμεΑ, 25.833 αφορούν σε στάση- στάθμευση σε πεζοδρόμια, πλατείες  και ειδικά ερείσματα, 7.331 σε πεζόδρομους, 5.818 σε στάση-στάθμευση σε διάβαση πεζών, ενώ στη Θεσσαλονίκη  από τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 βεβαιώθηκαν 10.000 περισσότερες παραβάσεις (22.000) σε σχέση με το 2018. Εκκρεμεί, εξάλλου, η ολοκλήρωση της εκπόνησης του νέου ΚΟΚ, οπότε θα έχουμε πιθανόν νέα δεδομένα για τις ποινές που θα προβλέπονται για τις ως άνω παραβάσεις. 

Η  Ελληνική Αστυνομία και  Δημοτικές αρχές πράττουν το αυτονόητο, η πρώτη στο πλαίσιο του προγράμματος  «Ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών στις πόλεις» και όχι μόνον.  Περιττεύει να επιμείνουμε ότι  πράττουν άριστα.

Αναπόσπαστο στοιχείο της κουλτούρας της αυτοκίνησης στην ελληνική διαπίστευσή της  ήδη από τον Μεσοπόλεμο είναι ότι ο δημόσιος χώρος  στις πόλεις ανήκει στους εποχούμενους. Η κτήση αυτοκινήτου, μάλιστα, προηγήθηκε της κατασκευής δρόμων, πόσο άλλον  αστεακού σχεδιασμού του οποίου τα δίκτυα θα υποστηρίζουν την αυτοκίνηση. Η κτήση αυτοκινήτου, ενός καταναλωτικού φετίχ, δεδομένης και της μεταπολεμικής  ανάπτυξης της χώρας, προσέδιδε και προσδίδει κύρος, ιδρύει ιεραρχίες, συνιστά πρόκριμα  επιτυχίας, εγκαθιδρύει ταυτότητες, επομένως. Δεδομένης της κατάστασης των δημόσιων συγκοινωνιών,  ικανοποιεί, εννοείται, και  ανάγκες μετακίνησης, τουλάχιστον για όλους όσοι ομνύουν  στους  «γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας».

Το δικαίωμα, όμως, στη μετακίνηση είναι ένα δημοκρατικό δικαίωμα, είναι δικαίωμα όλων μας να  επιλέγουμε τον τρόπο με τον οποίο θα μετακινούμαστε, επί τροχών ή πεζή. Και είναι υποχρέωση  όλων μας να σεβόμαστε  τις επιλογές των άλλων, όσων κινούνται διαφορετικά από εμάς, από επιλογή, από άποψη,    και, απλώς, γιατί χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητα για αποδράσεις και κινούνται με τα πόδια στα κέντρα των πόλεων,  όπως ο υπογραφόμενος.

Ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος της πόλης  είναι οι δρόμοι της, οι πλατείες, τα πεζοδρόμια, οι αρτηρίες, αυτές που διασφαλίζουν την ύπαρξη προορισμών, μι  προοπτική διάσταση στην πόλη. Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια διαπαιδαγωγούν το βλέμμα, είναι άξονες, είναι  δίοδοι  από τους ανοιχτούς στους κλειστούς χώρους, σηματοδοτούν πάντοτε μια διάβαση και μια μετάβαση,  είναι τόποι και τοπία συλλογικής μνήμης και ατομικής βιωμένης εμπειρίας, όχι άξονες μηχανικής ροής οχημάτων ή ελεύθεροι χώροι προς κατάληψιν.

Εν αντιθέσει με τα αυτοκίνητα προς τα εμπρός βαδίζει ο περιπατητής, με το σώμα του σαν βέλος να οδηγεί στον προορισμό του. Χορογραφεί στα πεζοδρόμια, προσπαθεί να αποφύγει τα σταθμευμένα οχήματα, αψηφά την ταχύτητα, μετακινείται και δρα, δρα για αν μετακινηθεί, με το μάτι ακούει ό,τι το αυτί χάνει. Οι εντυπώσεις εγκυμονούν αισθήσεις και γεννούν αισθήματα,  σκέπτεται και σκοπεύει ο πεζός,  προχωρά ευθυτενής, με θώρακα προτεταμένο, πόδια τεντωμένα, χέρια ελεύθερα,  ορθός το γόνυ προτείνει, κινείται σε διαδρομές χαραγμένες και γράφει στα πεζοδρόμια τις δικές του, γράφει πάλι και ξανά την πόλη ως δικό του  χώρο. 

Έτσι, για να αποδίδει  με κάθε βήμα στην πόλη τα χαμένα της θαύματα.