Αναπροσαρμογή στρατηγικής στη Renault


Όπως αποδεικνύεται από την ειδησεογραφική καθημερινότητα, τον τελευταίο χρόνο η Renault απασχολεί στον παγκόσμιο Τύπο με αρνητικό τρόπο, ο οποίος επηρεάζει το σύνολο της συμμαχίας Renault Alliance. 

Η κυρία Clotilde Delbos εντάχθηκε στο δυναμικό της Renault το 2012. Τον Μάϊο του 2014 ανέλαβε καθήκοντα ως Διευθύντρια Ελέγχου της Renault-Nissan (τότε) σε παγκόσμιο επίπεδο και τον Απρίλιο του 2016 ορίστηκε Εκτελεστική Αντιπρόεδρος και Επικεφαλής Οικονομικών του Ομίλου Renault. Τον περασμένο Απρίλιο ανέλαβε και χρέη Επικεφαλής εσωτερικού ελέγχου του Ομίλου, προσπαθώντας να διαλευκάνει με όσο το δυνατόν κομψότερο τρόπο (sic) το πρόβλημα με τις κατηγορίες κατά του κ. Carlos Ghosn και την ένταση στις ενδοομιλικές σχέσεις μεταξύ της γαλλικής εταιρείας και της Nissan.

Στις 11 Οκτωβρίου, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ομίλου την έχρισε προσωρινά Διευθύνουσα Σύμβουλο αυτού, στη θέση του αποπεμφθέντος κ. Thierry Bolloré, ο οποίος ήταν το εξιλαστήριο θύμα στην εσωτερική διαμάχη μεταξύ Renault και Nissan. H κυρία Delbos, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων της, ανακοίνωσε την επιθυμία της να αλλάξει η Renault την επιχειρηματική στρατηγική της την οποία είχε ανακοινώσει ο κ. Ghosn το 2017.

Η καμπάνια είχε ονομαστεί «Drive the Future» και προέβλεπε ότι ως το τέλος του 2022 ο Όμιλος Renault-Nissan-Mitsubishi θα είχε έσοδα περισσότερα από 70 δισεκατομμύρια ευρώ, θετικό λειτουργικό περιθώριο μεγαλύτερο από 7%, την επένδυση 18 δισεκατομμυρίων ευρώ για έρευνα και εξέλιξη νέων τεχνολογιών και μοντέλων, τη δημιουργία οκτώ νέων αμιγώς ηλεκτροκίνητων μοντέλων και 12 εξηλεκτρισμένων εκδόσεων των ήδη υπαρχόντων στην γκάμα των εταιρειών του Ομίλου και την αύξηση των συνολικών ετήσιων πωλήσεών του σε περισσότερα από 5.000.000 οχήματα (από τα περίπου 3.470.000 που ήταν το 2016).

Η κυρία Clotilde Delbos δήλωσε ότι πρέπει να αναθεωρηθεί το συγκεκριμένο επιχειρηματικό πλάνο και να προσαρμοστεί στα δεδομένα που ισχύουν πλέον. Το πρώτο εξάμηνο του έτους, η καθαρή ροή μετρητών του Ομίλου ήταν μόλις 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ υπολογίζεται ότι στο τέλος της χρονιάς τα καθαρά κέρδη του θα είναι μειωμένα κατά περίπου 25% συγκριτικά με αυτά του 2018.