Τα περιβαλλοντικά αδιέξοδα της ΕΕ


Τα συμφέροντα φαίνεται πως εντέλει υπερισχύουν της πολιτικής της ΕΕ για το κλίμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω. 

Η κλιματική αλλαγή μας κτυπάει δυνατά την πόρτα και ήδη οι επιπτώσεις γίνονται εμφανείς. Ουδείς αμφισβητεί πως πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές που θα δώσουν ανάσες στο περιβάλλον, ορίζοντας ένα πιο πράσινο μέλλον. Μέχρις εδώ όλα καλά. Όταν, όμως, στη μέση μπαίνουν τα κέρδη, τότε όλα αυτά τα ωραία που ευαγγελίζονται κάποιοι πηγαίνουν περίπατο. Η αλήθεια είναι πως η ΕΕ τον περασμένο Οκτώβριο πήρε μια γενναία απόφαση, να σταματήσει στην επικράτειά της την πώληση αυτοκινήτων με θερμικούς κινητήρες από το 2035, κάτι που δεν έκαναν οι ΗΠΑ, η Κίνα και οι μη ευρωπαϊκές χώρες τού G8. Το γεγονός αυτό σήκωσε πολλή κουβέντα για το κατά πόσο θα μπορούσε να είναι ρεαλιστική η εφαρμογή της, καθώς τίθενται και θέματα ανταγωνισμού, για τα πραγματικά περιβαλλοντικά οφέλη στον πλανήτη, ακόμα και για τη βιωσιμότητα αυτού του σχεδίου. Αποτέλεσμα, στο παρά πέντε η ΕΕ να κάνει πίσω και να επιτρέψει την πώληση αυτοκινήτων με θερμικούς κινητήρες μετά το 2035, με την προϋπόθεση να χρησιμοποιούν συνθετικά καύσιμα, έπειτα από τις σφοδρές αντιδράσεις της Γερμανίας, που, ως γνωστόν, βασίζει το ΑΕΠ της στην αυτοκινητοβιομηχανία. Το παράδοξο είναι πως λίγο πριν γίνει αυτή η… κωλοτούμπα, η ΕΕ προχώρησε στην αναθεώρηση του πρότυπου εκπομπής ρύπων Euro6, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις για τη χρησιμότητά της.

Η Ένωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών (ACEA) έχει εκφράσει ανοικτά τις ανησυχίες της για τις δυσλειτουργίες που θα επιφέρει όταν τεθεί σε ισχύ από το 2026 (ή 2027), τονίζοντας πώς μόλις το 10% των αυτοκινήτων τα οποία θα κυκλοφορούν στους δρόμους της ΕΕ το 2035 θα έχουν θερμικούς κινητήρες που θα καλύπτουν το αυστηρότερο πρότυπο ρύπων Euro7! Από την άλλη, αμφισβητούν και το περιβαλλοντικό όφελος, καθώς σύμφωνα με μελέτη μόλις 4% θα είναι η μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) που επιτυγχάνεται σε σχέση με το ισχύον Euro6.

Και το σπουδαιότερο. Η προσαρμογή στο νέο πρότυπο θα επιφέρει αυξήσεις στις τιμές των ΙΧ, που, κατά μέσο όρο, υπολογίζονται στα 2.000 €!

Άρα, ποια, είναι η αντικειμενική χρησιμότητα του μέτρου, από τη στιγμή που τα περιβαλλοντικά οφέλη είναι ισχνά, οι αυτοκινητοβιομηχανίες, που επενδύουν τεράστια κεφάλαια για την τάχιστη στροφή στην ηλεκτροκίνηση, τώρα καλούνται να χρηματοδοτήσουν την εξέλιξη θερμικών κινητήρων των οποίων ο κύκλος πρακτικά ολοκληρώνεται το 2035 και ο λογαριασμός πηγαίνει «φουσκωμένος» στον πολίτη;

Τα καλά και συμφέροντα…

Στα πολλά και αλλοπρόσαλλα στις αποφάσεις της ΕΕ έρχεται και η παράταση ζωής των κινητήρων εσωτερική καύσης, με τη   χρήση των e-fuels μετά το 2035, κάτι που δεν προβλεπόταν στην αρχική συμφωνία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και Ευρωβουλής, όπως προαναφέρθηκε. Η μεταστροφή αυτή συνέβη όταν ο Καγκελάριος της Γερμανίας κ. Scholz απείλησε να μπλοκάρει τη διαδικασία ζητώντας να επιτραπεί η πώληση των αυτοκινήτων με ΜΕΚ μετά το 2035, εφόσον τροφοδοτούνται με συνθετικά καύσιμα ή e-fuels, κάτι που εντέλει πέτυχε, καθώς η ΕΕ έκανε πίσω.

Και γιατί είναι αυτό κακό, θα αναρωτηθεί κάποιος; Επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος οι ιδιοκτήτες αυτών των αυτοκινήτων  να παρακάμπτουν τη διαδικασία χρησιμοποιώντας τα πολύ πιο φθηνά συμβατικά καύσιμα, αφού ένας θερμικός κινητήρας που θα τεθεί σε διάθεση από το 2035 δεν φαίνεται πως θα έχει ουσιαστικές διαφορές σε σχέση με  τους προγενέστερους!

Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Συμβουλίου για τις Καθαρές Μεταφορές (ICCT), η εκτιμώμενη τιμή για τα e-fuels είναι στα 2,8 € το λίτρο το 2030, δηλαδή 50% πιο ακριβά από τη σημερινή μέση τιμή (1,9 €/L) της αμόλυβδης. Είναι αντιληπτό πως το δέλεαρ είναι μεγάλο, προκειμένου, αντί να χρησιμοποιηθούν τα ακριβότερα e-fuels, να επιλέγονται τα συμβατικά καύσιμα σε βενζινάδικα για την εξυπηρέτηση του συμβατικού στόλου των αυτοκινήτων, τα οποία θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν κανονικά χωρίς να διαφαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα με επάρκεια καυσίμων. Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που θα θέτει εν αμφιβόλω τη χρησιμότητα των συνθετικών καυσίμων, όσο και εάν η ΕΕ επιβάλλει κάποιες τεχνολογίες που θα αποτρέπουν κάτι τέτοιο.

Η αλήθεια είναι πως ουδείς πραγματικά γνωρίζει τι θα γίνει μετά το 2035 και πόσες αλλαγές θα προκύψουν, θολώνοντας ακόμα περισσότερο το τοπίο. Σε όλο αυτό το εμπρός-πίσω είναι δεδομένο πως χαμένος είναι ο Ευρωπαίος πολίτης. Αφενός, δεν μπορεί να σταθμίσει της επιλογές του, στο πού, δηλαδή, θα επενδύσει τα χρήματά του, αφετέρου βλέπει τις τιμές των αυτοκινήτων να έχουν φτάσει σε απλησίαστα ύψη κάνοντας την ιδιοκτησία άπιαστο όνειρο.