Η μέρα που πέθανε ο Γκαρίντσα


Για δυο-τρία πράγματα έχω μια κάποια στοιχειώδη βεβαιότητα στην ζωή μου και ένα από αυτά είναι ότι ο Γκαρίντσα ήταν ο μεγαλύτερος μπαλαδόρος που πέρασε από την οδό Γεωργίου Δροσίνη. 

Κανένας από τους πολλούς Πελέ, κανένας Κρόιφ, μήτε ο Δαβουρλής (λόγω εντοπιότητας ο Μαύρος Πρίγκηπας δεν έλειπε από καμία εντεκάδα) δεν μπορούσε να σταθεί απέναντι στην έκλυτη γεωμετρία μας ντρίπλας του Νίκου του Γκαρίτνσα. Αυτός ήταν ο κυρίαρχος του χωματόδρομου που οδηγούσε προς το νεκροταφείο της πόλης, εκεί που το αυτοσχέδιο «διπλό» σταματούσε είτε από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας είτε από την νεκρώσιμη πομπή προς το «μαύρο σκοτάδι» στο οποίο οδηγούνταν οι άρτι αποδημήσαντες στους τόπους της αιώνιας χλόης. Ο καθ' ημάς Γκαρίντσα δεν είχε τα βάσανα του Βραζιλιάνου αδελφού του. Γόνος εύπορης οικογένειας και άριστος μαθητής, είχε και αυτό το μεγάλο τάλαντο, που τον έκανε περιζήτητο στις αντίπαλες ομάδες. Εκείνος όμως πάντα προτιμούσε να είμαστε συμπαίκτες αλλά και ο εξ απορρήτων συνοδοιπόρος στο ημίφως της επαρχιακής εφηβείας. Η ταύτισή του με τον Γκαρίντσα προέκυψε κάποια στιγμή όταν έμαθε για την ζωή του, για τις καταχρήσεις με το αλκοόλ και τις γυναίκες, τη μοναξιά του «Αγγέλου με τα Στραβά Πόδια». Η εμμονή με τον πανταχόθεν σακατεμένο Μανέ έγινε ακόμα μεγαλύτερη στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, στα τελειώματα της Χούντας, όταν πια κατέβαινε στην οδό Δροσίνη κουτσαίνοντας επί τούτου και έμπαινε στο παιχνίδι φορώντας στο ένα πόδι ένα μαύρο σκαρπίνι με μεγάλο τακούνι για να μοιάζει περισσότερο στα ασύμμετρα και στραβά κανιά του ήρωά του. Ο Νίκος ο Γκαρίντσα πέρασε στην Ιατρική, μάθαινα ότι αν και δεν ακολούθησε ποτέ τον ήρωά του στα γήπεδα, τον μιμήθηκε στο πιοτό και τον ποδόγυρο. Και μαζί πήρε και ένα ακόμα κουσούρι του μεγάλου Βραζιλιάνου: την αγάπη για τα αυτοκίνητα. Κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 έφθασε στο χωριό με το νέο του απόκτημα: μια γκρι Τoyota Celica, την στρογγυλοφάναρη, την καλή. Μπροστά στα Datsun Cherry, η γυαλιστερή γιαπωνέζικη κούκλα έμοιαζε εκείνες τις εποχές με άπιαστο όνειρο. Θρύλος της μικρής κοινωνίας για άλλη μια φορά ο Γκαρίντσα, βόλτες και κουβέντες ατέλειωτες, μάστορας μέγας και στο τιμόνι όπως και στην ντρίπλα. Και εκείνο το βράδυ του Γενάρη του ‘83 έφτασε αιφνιδιαστικά από την Αθήνα, βγήκαμε στην Εθνική, μύριζε αλκοόλ και τσιγάρο, «πέθανε μόνος του και αβοήθητος, ο Γκαρίντσα ρε, η χαρά της ζωής, τον έφαγε εκείνη η τραγουδιάρα», αμίλητος, σκοτεινιασμένος. Πρώτη φορά μου έδωσε το τιμόνι της Celica, λίγο πιο κάτω κατέβηκε, χάθηκε μέσα στα παγωμένα χωράφια. Τον περίμενα στο γνωστό σημείο, στην τελευταία κολώνα προς το νεκροταφείο που ήταν και το δεξί δοκάρι στις φαρμακερές κατεβασιές του. Έβγαλε μια μπάλα από το πορτμπαγκάζ, την πέταξε προς το μέρος μου, μόλις που στεκόταν από το πιοτό και το παράταιρο παπούτσι. Όμως έκανε πάλι μια μαγική ντρίπλα, στάθηκε, πήρε φόρα και κλότσησε με δύναμη προς το νεκροταφείο, η μπάλα αναπήδησε δυο τρεις φορές πάνω σε σταυρούς και τάφους  γυαλίζοντας στο φεγγαρόφωτο. «Πάμε να φύγουμε, τελειώσαμε από εδώ, οδήγα εσύ, αλλά μην ανάψεις τα φώτα» μουρμούρισε. Δεν χρειαζόταν. Η Celica, η στρογγυλοφάναρη, η καλή, άστραφτε από μόνη της όσο κανένα άλλο αυτοκίνητο σε όλο τον κόσμο. Και κάπου εκεί πίσω, στην ασφαλτοστρωμένη πλέον οδό του Γεωργίου Δροσίνη, αφήναμε ένα μαύρο σκαρπίνι με ψηλό τακούνι.

Wikipedia: Ο Γκαρίντσα ήταν διεθνής Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που κατέκτησε δυο παγκόσμια κύπελλα με την Εθνική Βραζιλίας, το 1958 και το 1962. Μάλιστα το 1962 ήταν πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ και αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης.