Δεκέμβριος 1944: Μια μάχη για τον έλεγχο του χώρου ή το δικαίωμα στην πόλη και η διεκδίκησή του (Α' Μέρος)


Οι 33 ημέρες των «Δεκεμβριανών» συνιστούν και συστήνουν αγώνα και για τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, της Λεωφόρου Συγγρού, της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, της οδού Πειραιώς, της οδού Ελευσίνα-Μέγαρα-Κόρινθος, για να μείνουμε σε τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα, του κέντρου της Αθήνας και των Ανατολικών Συνοικιών.

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ, ΦΩΤ.: DIMITRI KESSEL.
  • 3/12/2019

Για να το πω εξαρχής, το θέμα της εξέλιξης των συγκρούσεων κατά τα Δεκεμβριανά από πλευράς ελέγχου των οδεύσεων μένει να μελετηθεί. Οι αντίπαλοι χρησιμοποίησαν όλο το πολεμικό τους, αλλά και το προπαγανδιστικό τους οπλοστάσιο, με αποτέλεσμα η πλάστιγγα να γείρει υπέρ των καλύτερα εξοπλισμένων, εμπειροπόλεμων, αλλά και υπέρτερων αριθμητικά Ελληνοβρετανικών δυνάμεων, με τη μηχανοκίνηση, τα άρματα μάχης, τα αυτοκίνητα, τις μοτοσυκλέτες και τα παρακολουθήματά  τους, τις... σαμπρέλες, λόγου χάριν, να παίζουν ρόλο καθοριστικό

Μπορούμε να διαβάσουμε τα Δεκεμβριανά, την «κόκκινη βία» τους, «ως το (αθέλητο από την ηγεσία του αριστερού κινήματος) προïόν της κοινωνικής έκρηξης που προκλήθηκε από την έρπουσα κρίση εκπροσώπησης μιας υπολογίσιμης μερίδας του αστικού κόσμου της πρωτεύουσας από τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του, κατά το αμέσως προηγούμενο διάστημα», για να ακολουθήσω τον Τάσο Κωστόπουλο. Παρά τις προθέσεις των εαμικών υπουργών να θέσουν ως πρώτιστο μέλημα την άμεση ανακούφιση των λαïκών μαζών που λιμοκτονούσαν, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα, οι αντιφάσεις, οι διστακτικότητες, οι καθυστερήσεις, η επιλογή να κινηθούν μέσα στα όρια που ο βρετανικός παράγοντας έθετε, έδωσαν στην αστική τάξη τη δυνατότητα «να βρει τον τρόπο να ευνοηθεί, να αναπαράγει τις μεθόδους κερδοσκοπίας και παρασιτισμού».

Η εργατική τάξη, ύστερα από τους αγώνες κατά την Κατοχή, ήταν πολύ δύσκολο να ανεχθεί την υποτίμηση της εργατικής της δύναμης. Έτσι, μετά τον καθορισμό των ημερομισθίων, με τον πληθωρισμό να καλπάζει, και πλησιάζοντας προς το τέλος Νοεμβρίου, ο ταξικός ανταγωνισμός εντείνεται και μαζί με την ταξική πόλωση διευρύνεται και η διάσταση μεταξύ συνδικάτων και εαμικών υπουργείων. Η διάσταση αυτή γεφυρώθηκε τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου, αφού η αντιπαράθεση για το στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε πλέον σε σύγκρουση μετωπική με το αντιεαμικό μπλοκ. Η ταξική πόλωση δημιούργησε το περιβάλλον ενός ακήρυχτου κοινωνικού εμφυλίου.

Το στρατιωτικό ζήτημα και το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η αντιμετώπισή του οδηγούσε μοιραία τα πράγματα στο ευνοïκό για τη βρετανική πολιτική και το αντιεαμικό μπλοκ πεδίο της στρατιωτικής αντιιπαράθεσης, επομένως και της διεκδίκησης του ελέγχου στην πόλη, ενώ η απροκάλυπτη πρόθεση απορρόφησης των δοσίλογων κατασταλτικών μηχανισμών από το ελεύθερο κράτος και οι αναγγελίες επερχόμενης ποινικοποίησης του δυναμικότερου τμήματος της εαμικής αντίστασης, κατέστησε τη στρατιωτική σύγκρουση αναπόφευκτη – στις 3 Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκε η δικαστική δίωξη των ηγετών του ΕΛΑΣ στη Βόρεια Πελοπόννησο για το φόνο στην Κατοχή 42 αστυνομικών που είχαν αιχμαλωτιστεί τον Απρίλιο του 1944 , ενώ μία ημέρα νωρίτερα ο Scobie είχε ζητήσει από τη SΟΕ το άνοιγμα φακέλου, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον θα μπορούσε να διωχτεί ως  «εγκληματίας πολέμου» ο Άρης Βελουχιώτης. Όσο για το κλίμα αναβρασμού  της εργατικής βάσης, δίνεται εύγλωττα από άρθρο του Ριζοσπάστη στις 2 Νοεμβρίου 1944, όπου αναφέρεται ότι «οι χιλιάδες των ανέργων βρίσκονται σε εξέγερση».

Ο φόβος των αστικών κοινωνικών στρωμάτων, όταν έβλεπαν κατά την Κατοχή τους κατοίκους ων εργατικών και κυρίως των προσφυγικών συνοικιών να εισβάλλουν αντιστεκόμενοι στο ζωτικό χώρο  στο κέντρο της πρωτεύουσας έχει καταγραφεί. Αμέσως μετά την Απελευθέρωση, η επίδειξη δύναμης του ΕΑΜ με τις συνεχείς μαζικές διαδηλώσεις, την κάθοδο των λαïκών στρωμάτων από τις κοινωνικά, χωροταξικά και διοικητικά περιθωριοποιημένες συνοικίες στο κέντρο της πόλης σημασιοδοτούσε ακριβώς τη διεκδίκηση της εξουσίας από τις νέες δυνάμεις που αναδύθηκαν και ανδρώθηκαν στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής, μέσω της συμμετοχής τους στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Με τα λόγια και τη γραφή του Γιώργου Θεοτοκά: «ένας νέος κόσμος, άμορφος και ασυνείδητος, μα έντονος και δυναμικός, ζητά νέα συνθήματα, νέες μέθοδες», εν μέσω ενός πολύπλοκου πολιτικού σκηνικού, όπου κανείς από τους κύριους παίκτες δεν είχε ως πρόταγμα την προσφυγή στην ένοπλη βία. Λόγου χάριν, στις 2 Δεκεμβρίου, στις «Οδηγίες προς τα τμήματα του ΕΛΑΣ», μπορούσαν οι αγωνιστές να διαβάσουν ότι «απέναντι στους Άγγλους δέον τηρηθεί απολύτως αδελφική στάσις. Αποφευχθώσιν παντός είδους προστριβαί. Συγχρόνως δε με τούτο δηλωθή αυτοίς ότι η σύγκρουσις έχει εσωτερικόν χαρακτήρα και μόνον. Και ταύτην δέον τηρήσουν ουδετερότητα».

Η απόπειρα της κομμουνιστικής ηγεσίας να εξαλείψει ελεγχόμενα τα ένοπλα δυναμικά ερείσματα της αντίδρασης, ώστε να επιβάλλει στη συνέχεια από θέση ισχύος τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό με τους Βρετανούς διασφαλίζοντας, ωστόσο, τη συνέχιση της επισιτιστικής βοήθειας, ξέφυγε από τον έλεγχο, εκτροχιάστηκε από την «υπόγεια κοινωνική δυναμική» του ΕΑΜ στην Αθήνα σε επαναστατικό – όπως, εξάλλου, κατεξοχήν οι αστοί περιέγραφαν τα γεγονότα- ξέσπασμα.  

Το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών μπορεί να διαβαστεί, έτσι, ως η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας κατά την οποία η αποτυχία των αντιπαρατιθέμενων πλευρών να εξασφαλίσουν τη βέλτιστη θέση διαπραγμάτευσης υπό την απειλή της καταφυγής στη βία, οδήγησε στο τέλος σε αυτήν. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, πάντως, προέβλεπε σε τηλεγράφημά του προς τον Eden στις 7 Νοεμβρίου ότι η σύγκρουση με το ΕΑΜ είναι σίγουρη «και δεν θα πρέπει να οπισθοχωρήσουμε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υπό τον όρο ότι έχουμε επιλέξει πολύ καλά το έδαφος» για μια σύγκρουση σε αστικό τοπίο.

Η ώρα του ΕΛΑΣ

Σαφείς ενδείξεις για τη μάχη με δέλεαρ πολύτιμο τον έλεγχο του δημόσιου χώρου έχουμε άφθονες. Ήδη από τις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης, σε συνθήκες κατ’ ουσίαν κενού εξουσίας, από τα 32 συνολικά αστυνομικά τμήματα, 15 υπηρεσίες και τουλάχιστον 5 αστυνομικούς σταθμούς στην πρωτεύουσα μόνον 9 αντιστάθηκαν δυναμικά στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ – 3 κεντρικά τμήματα και 4 υπηρεσίες άντεξαν μέχρι τέλους, 3 τμήματα και 5 υπηρεσίες συμπτύχθηκαν στο εσωτερικό της «Σκομπίας», 3 τμήματα, 1 υπηρεσία και 1 σταθμός υπέκυψαν, όλα τα υπόλοιπα παραδόθηκαν ή εκκενώθηκαν αμαχητί. «Εκ των προσβληθέντων Αστυνομικών Τμημάτων της πρωτευούσης υπέκυψαν εντός της 4ης Δεκεμβρίου αναγκασθέντα εις παράδοσιν ή εγκατάλειψιν τούτων, μετά ασθενή ή ισχυράν  αντίστασιν, αναλόγως της θέσεως εκάστου των διαθέσεων της δυνάμεως και του εξοπλισμού τών εις αυτά ευρεθέντων αξιωματικών, τα Ε΄ της οδού Ιπποκράτους, Ζ΄ Κυψέλης, Ι΄Παγκρατίου, ΙΑ΄Καλλιθέας, μετά του Αστυνομικού Σταθμού Τζιτζιφιών, ΙΓ΄Νέου Κόσμου, ΙΔ΄Αμπελοκήπων, ΙΕ΄Κολωνού, ΙΣΤ΄Περιστερίου, ΙΗ΄Νέων Σφαγείων, ΙΘ΄Βύρωνος, ΚΑ΄Καισαριανής, ΚΓ΄Υμηττού και ΚΔ΄Ζωγράφου, εντός δε της νυκτός της 4ης προς 5ην Δεκεμβρίου και το ΣΤ΄Αστυνομικόν Τμήμα της Πλατείας Κουμουνδούρου», συναριθμεί η έκδοση της ΔΙΣ Η απελευθέρωσις της Ελλάδος και τα μετά ταύτην γεγονότα. «Συγχρόνως εξεκαθαρίζετο η περιοχή Θησείου εκ των αγωνιστών της Οργανώσεως Χ υπό τμημάτων της ΙΙ ‘’Ταξιαρχίας’’ του ΕΛΑΣ και εγκαταλείπετο  το Θ΄Αστυνομικόν Τμήμα Θησείου μετά του Αστυνομικού Σταθμού Γκαζοχωρίου, οι άνδρες των οποίων μετά των καταφυγόντων εις αυτά μαχητών της Οργανώσεως Χ μεταφέροντο διά βρεττανικών τεθωρακισμένων οχημάτων εις το κέντρον των Αθηνών (Παλαιά Ανάκτορα), εις δε το Αστυνομικόν Τμήμα Θησείου εγκαθίστατο βρεττανική φρουρά», συνεχίζει την αφήγηση το προαναφερθέν πόνημα.

Έτσι, μέχρι την 5η Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ ήλεγχε τα Πατήσια, μέσω και της κατάληψης του εργοστασίου Φιξ, της Κυψέλης και του Πεδίου του Άρεως, πλην της Σχολής Ευελπίδων, τις περιοχές Βάθη και Κολωνού, ύστερα από την κατάληψη του Λόφου Σκουζέ, το Μεταξουργείο, τον Βοτανικό και τα Πετράλωνα, ελέγχοντας την οδό Πειραιώς, το Θησείο, το Μοναστηράκι και την περιοχή Μακρυγιάννη, με κατοχή του Λόφου Φιλοπάππου, εξαιρέσει των ομώνυμων στρατώνων, τις συνοικίες Βεïκου, Κουκάκι, Παλιά Σφαγεία και Καλλιθέα, πλην των Φυλακών Συγγρού, τις περιοχές Χαροκόπου και Νέα Σμύρνη, ύστερα από την κατάληψη του εργοστασίου Φιξ στη Λεωφόρο Συγγρού, την οποία ο ΕΛΑΣ ήλεγχε μέχρι το ύψος του Ιωσηφόγλειου Νοσοκομείου, κοντά στον Ιππόδρομο Φαλήρου, τις περιοχές Κατσιπόδι (Νέος Κόσμος), Α΄Νεκροταφείο, Γούβα, Παγκράτι, ελέγχοντας τον Λόφο του Αρδηττού, τους συνοικισμούς Βύρωνας και Καισαριανή, με κατοχή στο Άλσος Συγγρού, τις περιοχές Ζωγράφου και Κουπόνια, με κατοχή του Νοσοκομείου Παίδων και του Λαïκού, στου Γουδή, τους Αμπελοκήπους και την περιοχή Γκύζη μαζί με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, εκτός από τις φυλακές Αβέρωφ, τα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, με κατοχή του Λόφου Στρέφη.

Ήδη από την 1η Δεκεμβρίου η υπ’ αρ. 25 Διαταγή του Α΄ΣΣ του ΕΛΑΣ προέβλεπε σχέδιο ενεργειών για την κατάληψη της Αθήνας. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατανέμονταν σε πέντε συγκροτήματα και κατέλαβαν θέσεις στο Λεκανοπέδιο. Η αποστολή των συγκροτημάτων ήταν, για το πρώτο, κατάληψη των δρόμων στην περιοχή της συμβολή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Κηφισιάς, για να αποτραπεί η κάθοδος εχθρικών δυνάμεων από του Γουδή και το Ψυχικό, ενώ το δεύτερο συγκρότημα είχε ως στόχο την κατάληψη του Θησείου, ώστε να εκκαθαριστεί από την Οργάνωση Χ και το τρίτο συγκρότημα είχε ως αποστολή την κατάληψη των Δυτικών Συνοικιών και στη συνέχεια τις σιδηροδρομικές γραμμές στους σταθμούς Λαρίσης και Πελοποννήσου, με στόχο την εκκαθάριση της Πλατείας Βάθη από τις δυνάμεις του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων και τον έλεγχο του Πεδίου του Άρεως και των Εξαρχείων. Το τέταρτο συγκρότημα, το 5ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, προοριζόταν να καταλάβει οδούς και αρτηρίες στο Μαρούσι, στην Κηφισιά, στις Κουκουβάουνες. Τέλος, το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ είχε ως πεδίο δράσης τον Πειραιά.

Η έναρξη των Δεκεμβριανών, ωστόσο, κάθε άλλο με μάχη έμοιαζε, αν εξαιρέσουμε τις επιχειρήσεις στο Θησείο, αφού στις τρεις το πρωί στις 4 Δεκεμβρίου, το Α΄ΣΣ του ΕΛΑΣ ανακάλεσε τη διαταγή για την κατάληψη της Αθήνας και διέταξε την «περίσχυσιν των Αστυνομικών Τμημάτων» και τον αφοπλισμό τους «διά της πολιτικής πειθούς άνευ ουδεμίας ένοπλης ενέργειας», τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν στην Αθήνα τμήματα του ΕΛΑΣ από την επαρχία, μέχρι τη 10η Δεκεμβρίου, οπότε έληγε η προθεσμία για τον αφοπλισμό τους. Ούτως ή άλλως, ο συσχετισμός των δυνάμεων ήδη δεν ήταν ευνοïκός για τον ΕΛΑΣ. Στους περίπου 10.000 άνδρες των κυβερνητικών δυνάμεων θα πρέπει αν συναριθμήσουμε περίπου 4.000-4.500 άνδρες των βρετανικών δυνάμεων, τη στιγμή που οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ανέρχονταν σε περίπου 9.000 άνδρες, όση η δύναμη του Α’ ΣΣ, που αυξήθηκαν κατά περίπου 3.000 με την άφιξη δυνάμεων από την Πελοπόννησο, και 10.000- 12.000 μαχήτριες και μαχητές του εφεδρικού ΕΛΑΣ, άοπλους. Στα χαρτιά ο ΕΛΑΣ φέρεται να διαθέτει συνολική δύναμη 23.150 μαχητριών και μαχητών στην Αθήνα και στον Πειραιά, αλλά μόνο 6.000 πολεμικά όπλα, από τα οποία 3.000 τουφέκια, τη στιγμή που στο Χασάνι, στο σημερινό Ελληνικό, ήδη στάθμευαν 3 μοίρες αεροπλάνων της RAF.

Ωστόσο, μέχρι να φτάσουν οι βρετανικές ενισχύσεις, από τις 15  Δεκεμβρίου και ύστερα, η κυριαρχία των αριστερών δυνάμεων στην Αθήνα ήταν σχεδόν απόλυτη –οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επέφεραν καίρια πλήγματα στα Παραπήγματα, στου Γουδή, στου Μακρυγιάννη και στο Κολωνάκι. Παρ’ όλα αυτά, κανένα από τα τρία διαφορετικά σχέδια κατάληψης της εξουσίας που είχε υποβάλει στον Νίκο Ζαχαριάδη ο «στρατιωτικός εγκέφαλος» του ΕΛΑΣ Θόδωρος Μακρίδης μέσα στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, το φθινόπωρο του 1943, τον Απρίλιο του 1944, τον Αύγουστο του 1944, δεν  τέθηκε, εντέλει, σε εφαρμογή, ούτε, άλλωστε, η Διαταγή της 1ης Δεκεμβρίου, όπως κιόλας είδαμε. Η ανάκληση των σχεδίων κατάληψης αποσκοπούσε στην αποφυγή εμπλοκής στρατιωτικής με ευθύνη του ΕΑΜ. Μέχρι και την 4η Δεκεμβρίου βρετανικές δυνάμεις δεν είχαν ανοίξει πυρ κατά δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Επιπλέον, ο αφοπλισμός των αστυνομικών τμημάτων δεν απαιτούσε την παρουσία δυνάμεων του μόνιμου ΕΛΑΣ στην Αθήνα, αφού η είσοδος αντίστοιχων δυνάμεων στην Αθήνα θα παραβίαζε τους όρους της Συμφωνίας της Καζέρτας και θα έδινε αφορμή στους Βρετανούς να επέμβουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 8 Δεκεμβρίου μια ομάδα Νοτιοαφρικανών μηχανικών έπαιζε ποδόσφαιρο με άνδρες του ΕΛΑΣ στο Φράγμα του Μαραθώνα και ότι η πρώτη αξιόλογη επίθεση δυνάμεων του ΕΛΑΣ εναντίον βρετανικών στόχων πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου, ενώ στις 10 Δεκεμβρίου είχε επιχειρηθεί γενική επίθεση του ΕΑΜ σε όλα τα μέτωπα, επιβεβαιώνοντας τους φόβους των Βρετανών για την ανεπάρκεια των δυνάμεών τους για μάχη σε αστικό περιβάλλον με πολυπληθείς οργανωμένους θύλακες αντίστασης.

Τα πρώτα τμήματα του Βρετανικού Στρατού είχαν μπει στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου, περίπου 700 άντρες μιας ταξιαρχίας αλεξιπτωτιστών υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Ρόλαντ Τοντ. «Αποβιβάστηκαν τα ξημερώματα από πλοία του αγγλικού στόλου στον Πειραιά και πήραν με αυτοκίνητα το δρόμο προς την πρωτεύουσα ανεβαίνοντας την οδό Πειραιώς», αφηγείται ο Σπύρος Τζουβέλης. Δύο μέρες αργότερα, ο Ριζοσπάστης σημείωνε ότι «στα αυτοκίνητα αγκαλιασμένοι παρελαύνουν  Άγγλοι στρατιώτες, πολίτες και ελασίτες». Η μάχη για τον έλεγχο του χώρου δεν είχε τότε ακόμη αρχίσει.

«Πολεμώμεν με τον αγγλικόν στρατόν»

Στον βαθμό που δεν τέθηκαν σε εφαρμογή τα σχέδια για την κατάληψη της εξουσίας από τον ΕΛΑΣ, η μάχη για τον έλεγχο του χώρου κατέστη άνισος για τις δυνάμεις του. Η  Έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά συνοψίζει πως ήδη «την 14 και 15 Δεκεμβρίου αγγλικά τμήματα επιχείρησαν απώθησιν των δυνάμεων του ΕΛΑΣ γύρω από τα Παραπήγματα και του Μακρυγιάννη [...] Σκοπός των επιχειρήσεων τούτων ήτο προφανώς η εξασφάλισις της επικοινωνίας προς Γουδή διά της αρτηρίας Λεωφόρου Κηφισίας και προς παραλίαν Φαλήρου-Πειραιώς και Αεροδρόμιου Χασάνι διά της Λεωφόρου Συγγρού».

Μία ημέρα αργότερα, η κατάσταση παρουσιαζόταν ως εξής: «Ο εχθρός έχει περιορισθή εις τον χώρον Στρατώνες Γουδή –Σχολή Χωροφυλακής –το κέντρον της πόλεως μεταξύ πλατειών Σύνταγμα-Ομόνοια. Κρατεί πάση θυσία τας αρτηρίας 1. μεταξύ Σύνταγμα –Ομόνοια. 2. μεταξύ Σύνταγμα-Γουδί-Λεωφόρου Κηφισίας μέχρι Αμπελοκήπων-Μεσογείων και Παπαδιαμαντοπούλου. 3. Την Λεωφόρον Συγγρού , μέσω της οποίας επικοινωνεί με την παραλίαν του Σαρωνικού κόλπου από Αεροδρομίου-Χασάνι-Π. Φάληρον-Τζιτζιφιές-Ν. Φάληρον-Πειραιά». 

»Πολεμώμεν με τον αγγλικό στρατό, όστις αποβιβάζει συνεχώς τμήματα και μηχανήματα εις τον Πειραιά. Διαθέτει στόλον, εκατοντάδες τανκς, εκατοντάδες τεθωρακισμένα και μη αυτοκίνητα, πολλά αεροπλάνα, αφθονίαν ελαφρών και βαρέων μηχανημάτων πυρός με απειρίαν πυρομαχικών και πολλάς χιλιάδας ανδρών [...] Είναι πρόδηλον ότι ο αγών μας κατέστη άνισος», διαβάζουμε στην «Έκθεσι» επί της εξελίξεως της στρατιωτικής καταστάσεως, που υπογράφει την 3η Ιανουαρίου 1945 ο ΣΔ της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, Ματσούκας.

Μια ημέρα αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου, περισσότερα από εκατό άρματα και τεθωρακισμένα προήλασαν κατά μήκος της οδού Λένορμαν, οπότε οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κινδύνευαν να κυκλωθούν και να εγκλωβιστούν. Απέναντι στα περίπου 70 βρετανικά άρματα μάχης και τα 68 τεθωρακισμένα οχήματα, ο ΕΛΑΣ είχε 10 αντιαρματικά όπλα να παρατάξει, τα οποία, μάλιστα, δεν τα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά εναντίον των αρμάτων – ένα από τα αντιαρματικά «περιόδευε» πάνω σε φορτηγό. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ επιστράτευσαν την ευρηματικότητά τους – μπουκάλια λεμονάδας που γέμιζαν με βενζίνη ή πετρέλαιο και τα έκλειναν με στουπί, «καταπέλτες» εκτόξευσης μπουκαλιών-βομβών, σχοινία απλωμένα στο δρόμο με δεμένα τα φλεγόμενα μπουκάλια, ανατίναξη γωνιακών κτιρίων, ώστε να χρησιμοποιούνται τα μπάζα ως αντιαρματική ύλη, αναποδογυρισμένα βαγόνια τραμ ή καρφωμένες στο οδόστρωμα ράγιες. Αλλά η μάχη είχε πια αρχίσει να είναι άνιση.

Ο δημόσιος χώρος, οι δρόμοι, οι αρτηρίες της πόλης, ελέγχονται πλέον, πέραν πάσης αμφιβολίας, από τους Βρετανούς.

Στη Λεωφόρο Συγγρού

Η περίπτωση της Λεωφόρου Συγγρού είναι, εν προκειμένω, χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο εμβληματικός δρόμος της Γενιάς του 1930 ήταν ο μόνος οδικός άξονας που συνέδεε το αεροδρόμιο στο Χασάνι και τη βρετανική βάση στο Φάληρο με το κέντρο της Αθήνας. Μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου βρετανικά φορτηγά έκαναν ανενόχλητα χιλιόμετρα πάνω κάτω ανενόχλητα μεταξύ Φαλήρου και Αθηνών και ανάποδα, ενώ οι περιοχές δεξιά και αριστερά από τη Λεωφόρο Συγγρού βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, αντάρτης του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, θυμάται ότι «μας είχαν δώσει εντολή να μη χτυπάμε τους Εγγλέζους, παρά μόνο αν μας χτυπήσουν», και παρακολουθούσαν τα βρετανικά φορτηγά να μεταφέρουν εφόδια και καύσιμα. Η πρώτη προσπάθεια του ΕΛΑΣ να προσβάλει τον συγκεκριμένο οδικό άξονα έγινε μόλις στις 11 Δεκεμβρίου, με την τοποθέτηση ελεύθερων σκοπευτών και πολυβολείου στου Φιξ, με αποτέλεσμα τα βρετανικά φορτηγά να κινούνται πλέον συνοδευόμενα.

Ύστερα από την πρώτη εκκαθαριστική επιχείρηση των Βρετανικών δυνάμεων το βράδυ της 21ης προς την 22α Δεκεμβρίου, δημιουργήθηκε πρώτη φορά ένας ασφαλής σχετικά άξονας για τις βρετανικές δυνάμεις, που συνέδεε το Δέλτα του Φαλήρου με το κέντρο της πόλης. Συνέδεε, όμως, και τις βρετανικές δυνάμεις στην ακτογραμμή από τη Γλυφάδα έως το Φάληρο. Συγχρόνως, οι βρετανικές δυνάμεις μπόρεσαν να αναπτυχθούν σε σημεία καίριας σημασίας, στη Νέα Σμύρνη, στον Νέο Κόσμο, από τη μια πλευρά της Συγγρού, στην Καλλιθέα, στα Πετράλωνα, στα Σφαγεία, στο Κουκάκι, από την άλλη. Έτσι, πρώτον, οι Βρετανοί ήλεγχαν τον άξονα της Συγγρού, δεύτερον, ο άξονας Μοσχάτο, Καλλιθέα, Πετράλωνα, Κουκάκι, κέντρο Αθήνας συγκρότησε, ενοποίησε τις βρετανικές δυνάμεις διασπώντας τις αντίστοιχες του ΕΛΑΣ.

Αλλά, σημαντικότερη πιθανόν εξέλιξη που άλλαξε καθοριστικά το συσχετισμό δυνάμεων ήταν ότι με την απώλεια της Καλλιθέας κόπηκε η γραμμή εφοδιασμού του ΕΛΑΣ από τις κεντρικές αποθήκες στο Περιστέρι, από όπου εφοδιάζονταν οι Ανατολικές Συνοικίες. Κόπηκε, ταυτόχρονα, κατ’ ουσίαν μετά τη 18η Δεκεμβρίου και η γραμμή επικοινωνίας των Ανατολικές με τις Δυτικές Συνοικίες, αφού οι γραμμές εφοδιασμού έπρεπε να παρακάμψουν τον άξονα από τα Τουρκοβούνια μέχρι ο Μοσχάτο και τη θάλασσα. Τώρα εφόδια και πυρομαχικά από το Περιστέρι περνούσαν στη Νέα Ιωνία, αποκεί στο Χαλάνδρι, στον Χολαργό, στου Παπάγου και, μέσω Υμηττού, έφταναν σε Καισαριανή και Βύρωνα. ‘Υστερα από τη σταθεροποίηση του μετώπου στη Συγγρού, οι Βρετανοί διάνοιξαν τον οδικό άξονα της Πειραιώς δημιουργώντας ρήγμα στο δυτικό μέτωπο του ΕΛΑΣ, από το Αιγάλεω και το Περιστέρι έως το κέντρο της Αθήνας, στην Πλατεία Ομονοίας και στο Μεταξουργείο, εγκλωβίζοντας τρόπον τινά τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στου Ψυρρή και στο Μεταξουργείο. Ύστερα και από την πτώση των Ανατολικών Συνοικιών, η μάχη για τον ΕΛΑΣ είχε πλέον χαθεί.

Το κέντρο της Αθήνας και οι άξονες που σε αυτό οδηγούσαν ελέγχονταν πια από τους Βρετανούς και τις ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις. Είχε, βέβαια, προηγηθεί μακελειό, πυκνοί βομβαρδισμοί από τοις βρετανικές δυνάμεις από ξηράς, αέρος και θαλάσσης, ενώ οι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν χωρίς διάκριση ό,τι κινείτο στην περίμετρο της πολιορκημένης «Σκομπίας»: «Κάποτε φτάσαμε στη Σόλωνος», γράφει ο Μένης Κουμανταρέας και θυμάται την επιστροφή με τα πόδια από το Περιστέρι, όπου είχε μεταφερθεί «σαν υποψήφιο σφάγιο σ’ ένα μικρό φορτηγό». Από τη Σόλωνος και πέρα, «το τοπίο γινόταν φιλικό. Μπαίναμε στην επικράτεια των Εγγλέζων, που είχαν στην κατοχή τους αυτό το κομμάτι της πόλης». 

Και στο Κολωνάκι, πλέον, «οι δρόμοι είχαν πια τη συνηθισμένη τους όψη, μόνο που ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε. Ο ήχος από τις εκρήξεις έφτανε ως εδώ σαν το σάουντρακ μιας άλλης ταινίας», θυμάται ο συγγραφέας της Κυρίας Κούλας.

«Να βομβαρδίζονται σφοδρώς»

Σε 1.326 υπολογίζει τις «μαχητικές εξορμήσεις» των αεροσκαφών της RAF ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης, στις οποίες οφείλονται οι περισσότερες απώλειες μεταξύ των 3.000 άοπλων θυμάτων  στις λαïκές συνοικίες της Αθήνας. 

«Οι δυνάμεις μας  δεν πρέπει να αισθάνονται αηδία όταν σκοτώνουν οποιονδήποτε οπλοφορεί, πολίτες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι οι κάτοικοι ενός σπιτιού από όπου προέρχονται πυρά πρέπει να συλλαμβάνονται ή να σκοτώνονται», διαβάζουμε  στα συμπεράσματα του διοικητή της 23ης τεθωρακισμένης βρετανικής ταξιαρχίας - που είχε φτάσει το πρωί της 10ης Δεκεμβρίου στην Αθήνα- , αναφορικά με τη δράση της συγκεκριμένης μονάδας στη μάχη της Αθήνας, ενώ ο Μένης Κουμανταρέας, «δεκατριώ χρονώ παιδί», τότε, θυμάται ότι «ελεύθεροι σκοπευτές είχαν πιάσει τις ταράτσες στη γειτονιά, στην Πλατεία Βικτωρίας. Από τη μεριά της Χέυδεν, όπου ήταν τα υπνοδωμάτια , είχαμε τους δεξιούς, ενώ από τη βορινή πλευρά στην τραπεζαρία –εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο του ΟΤΕ- τους πολιτοφύλακες […] Γι΄αυτό κι εμείς είχαμε περιοριστεί στο τυφλό σημείο του σπιτιού, στο χολ, που έβλεπε στο φωταγωγό, ο οποίος συνόρευε με τη διπλανή πολυκατοικία. Κοιμόμασταν, τρώγαμε και περνούσαμε τη μέρα μας εκεί », με το τηλέφωνο κομμένο.

Στις 3 Ιανουαρίου 1945, μία ημέρα και μία νύχτα, πριν πραγματοποιηθεί η υποχώρηση και των τελευταίων δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, η Νίκη, κόρη της ΄Ελλης Λαμπρίδη, ξεκινά με τη φίλη της Εύη Στασινοπούλου (Τουλούπα) να πάρει ένα γράμμα που η μητέρα από το Λονδίνο τής έχει στείλει: «Ξεκίνησε [ η Νίκη] από τη ζώνη να πάει στην αγγλοκρατούμενη περίμετρο και δέχτηκε την πλέρια ορμή του όλμου που έπεσε στο Μεταξουργείο […] και πληγώθηκαν μαζί, μα η Εύη γλίτωσε με προσωρινή παράλυση στο δάχτυλο του ενός χεριού […] Τη Νίκη και τους άλλους πληγωμένους τούς ανέλαβε αργότερα τραυματιοφόρος ή καμιόνι και στο δρόμο πέρασε πάνωθέ τους καταδιωχτικό και τους σκόρπισε νέο θάνατο νέες πληγές. Ο οδηγός, και ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει, σταμάτησε, κατέβηκε από τη θέση του και σύρθηκε στον όχτο του δρόμου κι όλη την ώρα έτρεχε το αίμα απ' την καινούργια πληγή του αγκώνα και ίσως κι αλλού […] ήρθανε πάνωθέ της τ’ αεροπλάνα  και πολυβόλησαν τους τραυματίες. Δεν έφτασαν τα σπλάχνα της που λιάνισαν, γιατί απ΄αυτό θα την έσωζαν οι γιατροί κ' οι νοσοκόμες, έπρεπε να καθυστερήσει το τραυματιοφόρο, να σωθεί το αίμα της που έτρεχε, κάθε λεπτό και μια ελπίδα λιγότερη  […] Το οπλοστάσιο ολόκληρης αυτοκρατορίας έπρεπε να κινητοποιηθεί για να χτυπηθεί το άοπλο στόμα που ψέλλιζε τη γλώσσα τους, αναγκασμένη, τις πρώτες μέρες της λευτεριάς, να μη γράφει τη δική της και να λέει στη μάνα της: συχώρα τα στραβά Αγγλικά μου». Ο όλμος έσκασε στην οδό Λένορμαν, με ασθενοφόρο η Νίκη μεταφέρθηκε προς το νοσοκομείο Νέας Ιωνίας, το αυτοκίνητο βομβαρδίστηκε από βρετανικά αεροσκάφος, η Νίκη πέθανε στο νοσοκομείο με το παράπονο ότι η μητέρα της δεν είχε άλλον στον κόσμο, ξεψύχησε «αγνώριστη και άκλαυτη».

Βάσει των επίσημων στοιχείων της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, στις Ανατολικές κυρίως Συνοικίες της Αθήνας σκοτώθηκαν από βρετανικά πυρά περίπου 500 άμαχοι, ενώ το Περιστέρι δέχτηκε στα τέλη Δεκεμβρίου περισσότερες από 4.000 οβίδες, οι δε εφημέριοί του έστειλαν υπόμνημα στον Δαμασκηνό μία μέρα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, στο οποίο καταμετρούσαν 130 νεκρούς και 957 τραυματίες μεταξύ των αμάχων, ενώ η τοπική οργάνωση του ΚΚΕ έκανε λόγο για 440 νεκρούς και 957 τραυματίες. Είναι εν προκειμένω ενδεικτικό ότι στις 14 Δεκεμβρίου, ο διοικητής της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας Θρασύβουλος Τσακαλώτος είχε ζητήσει εγγράφως από τον Scobie «να βομβαρδίζονται σφοδρώς αι περιοχαί Αγ. Παρασκευής, Αγ. Ιωάννη Κυνηγού, Καισαριανής».

Στις 16 Δεκεμβρίου, τρεις βρετανικές ταξιαρχίες, ενισχυμένες με ειδικές δυνάμεις και άρματα μάχης ήταν παρατεταγμένες κατά μήκος της παραλίας, στις 17 όλα ήταν έτοιμα για επίθεση μεγάλης κλίμακας, η οποία ξεκίνησε με προέλαση κατά μήκος της Λεωφόρου Συγγρού. Οι δυτικές συνοικίες χωρίστηκαν από τις ανατολικές, ο ΕΛΑΣ, ύστερα και από την κατάληψη από τις βρετανικές δυνάμεις του παγοποιείου-ζυθοποιείου Φιξ, ενώ από τις 22 Δεκεμβρίου αρχίζει η αναδίπλωση των μονάδων του ΕΛΑΣ, εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών.

Στις 27 Δεκεμβρίου, δύο ημέρες ύστερα από την επίσκεψη του Churchill στην Αθήνα, εκδηλώθηκε επίθεση στην Καισαριανή, κάτω από καταιγισμό πυρών από ξηράς, αέρος και θαλάσσης - οι Βρετανοί διέθεταν πλέον παρατακτή δύναμη ισοδύναμη δώδεκα βρετανικών μεραρχιών, περισσότερους από 40.000 άνδρες, χωρίς να υπολογίσουμε τους Έλληνες που χρησιμοποιήθηκαν στις τελευταίες επιθέσεις, τους οποίους ο Γιώργος Μαργαρίτης υπολογίζει σε 16.000. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχώρησαν προς τον Υμηττό, μέσα σε πυκνή χιονοθύελλα. Από τους 600 άνδρες του Πρότυπου Τάγματος Καισαριανής μόνον 120 έφτασαν στο Πλατύστομο Φθιώτιδας, μια μόνον ένδειξη των απωλειών. Από την άλλη πλευρά, οι απώλειες των Βρετανών συγκρίνονται με τις αντίστοιχες των Γερμανών κατά την εισβολή στην Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, ο λόχος σπουδαστών Λόρδος Μπάυρον είχε στις 30 Δεκεμβρίου  καταλάβει την κλινική Σμπαρούνη, στη γωνία των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ναυαρίνου. Επρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασμού στις επιθέσεις των αντιπάλων σε άλλα σημεία και για αποκτήσει ο ΕΛΑΣ ένα επιπλέον έρεισμα στην περιοχή των Εξαρχείων. Η κατάληψη έγινε αμέσως αντιληπτή από το Χημείο και βολές άρχισαν να έρχονται από τα παράθυρα. Οι άντρες του λόχου υποχρεώθηκαν σε έξοδο. Κατέφυγαν σε δύο καταστήματα στη Χαριλάου Τρικούπη και κατέλαβαν την πολυκατοικία στη γωνία Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου, πριν καταφτάσουν τα βρετανικά άρματα μάχης, οπότε οι σπουδαστές διέφυγαν ανοίγοντας τρύπες στους τοίχους από σπίτι σε σπίτι, όπως καλά ήξεραν να κάνουν.

Η 5η Δεκεμβρίου, οπότε ο λόχος σπουδαστών, κατέλαβε τα κτίρια του Πολυτεχνείου, με τον κύριο όγκο να εγκαθίσταται στην Αρχιτεκτονική, ανήκε πια στην ιστορία. Τότε από τη Γραμματεία, απέναντι από τη Γενική Ασφάλεια, τα παιδιά του λόχου είχαν ανοίξει πυρ ομαδόν, αλλά τα όπλα αχρηστεύτηκαν, οπότε μια μονάδα αντρών του ΕΛΑΣ ειδική στις ανατινάξεις, «φέρανε μαζί τους λάστιχα αυτοκινήτων, τα γεμίζανε δυναμίτη, βάζανε φιτίλι και τα κυλούσαν απέναντι από την πόρτα της Γενικής Ασφάλειας. Οι εκρήξεις ήταν απίστευτα ισχυρές και το κτήριο τυλίχτηκε στις φλόγες».

Θυμάται σχετικά ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαριάς, μέλος του λόχου Λόρδος Μπάυρον: «Παίρναμε ρόδες αυτοκινήτων, τις γεμίζαμε με δυναμίτη, βάζαμε φιτίλι –από ψηλά που ήταν οι θέσεις οι δικές μας– , ανάβαμε το φιτίλι και είχαμε υπολογίσει το χρόνο που χρειάζεται, κατρακυλάγαμε τη ρόδα και ερχόταν η ρόδα και κατά υπολογισμούς έσκαγε εκεί που περίπου ήταν τα Εγγλέζικα πολυβολεία». Οι Βρετανοί έβαλαν κατά των Ελασιτών που ετοιμάζονταν να κυλήσουν τη ρόδα-βόμβα, οπότε αυτή δεν έπαιρνε την προγραμματισμένη κατεύθυνση, «έπιπτε εκεί πλησίον, μη εκραγείσα, ευτυχώς, διότι εν εναντία περιπτώσει η καταστροφή και τα θύματα θα ήσαν ανυπολόγιστα », όπως θυμάται ο Δημήτριος Καρανάσος, διοικητής του Β΄Λόχου του Α΄Τάγματος της Αστυνομίας Πόλεων. 

Την ίδια μέρα το απόγευμα, βρετανικό άρμα μάχης γκρέμισε την κεντρική πύλη του ΕΜΠ – ήταν η πρώτη φορά που οι Βρετανοί επενέβαιναν στις συγκρούσεις. 

Οι «εχθρικές δυνάμεις» συνενώνονται

Με την απώλεια της Καισαριανής, περίπου είκοσι μέρες μετά, αλλά και την απώλεια του Φιλοπάππου και του Ψυρρή, «επέρχεται», για να συμβουλευτούμε την Έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, «συνένωσις των εχθρικών δυνάμεων από Π. Φάληρον –Συνοικισμοί Αν. Λεωφόρος Συγγρού – Αρδηττός ?νατολικά του Ιλισσού με το συγκρότημα Γουδή και ανοίγεται ελευθέρα η πέριξ του εχθρού προς Ψυχικό-Καλογρέζα και υπερκέρασις των Τουρκοβουνίων από Βορειοανατολάς», οι δρόμοι καταλαμβάνονται και ελέγχονται από τους στα μηχανοκίνητα υπερέχοντες.

Η Αθήνα και στη συνέχεια οι άλλες πόλεις, παρά την προσπάθεια του ΚΚΕ μέχρι τα τέλη του 1947, ελέγχονται σταδιακά από τις δυνάμεις της Δεξιάς, σύμφωνα με τους προσανατολισμούς των μεγάλων συμμάχων και προστατών της χώρας. Η ευμάρεια των πόλεων, χάρη στην εισροή της ξένης βοήθειας από τους δρόμους της θάλασσας αλλά και της στεριάς, προκάλεσαν ένα ρεύμα  μετανάστευσης προς τις πόλεις, στη συνέχεια η Δεξιά επιδόθηκε στην ενοποίηση της επαρχίας, στην ουσία στην κατάργησή της, η ύπαιθρος αποκλείστηκε κατ’ ουσίαν από την άφθονη βοήθεια και τα οικονομικά μέσα του ξένου παράγοντα έκαναν δυνατή τη διεύρυνση του φαινομένου της μετακίνησης προς τις πόλεις, με τη χρήση στρατιωτικών μέσων. Οι «συμμοριόπληκτοι» εγκαταστάθηκαν στις παρυφές των πόλεων, σε μια επιλογή διαλογής, ξεριζώματος, επιλογή εντέλει εξάρθρωσης των κοινωνικών ιστών.

Ο έλεγχος των δρόμων της Αθήνας, ύστερα ο έλεγχος των δρόμων από τους οποίους οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διέφυγαν και των οδών προς και από την επαρχία, οι δρόμοι στους οποίους οι στρατιωτικές δυνάμεις κινούντο και από τους οποίους οι νέοι πρόσφυγες αναζητούσαν τους καινούργιους τόπους εγκατάστασής τους, τούτη η χάραξη διαδρομών και δρομολογίων, αυτοκινούμενων και όχι, συνιστά τον εκ των ων ουκ άνευ όρο για «την επανενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας», ύστερα από τον Δεκέμβριο. 

Ακριβώς τις ώρες που τα βρετανικά άρματα προήλαυναν στη Λένορμαν, η κατάσταση στον Πειραιά «ήταν δραματική ύστερα από τη βαθιά διείσδυση του εχθρού στην Ιερά οδό», οπότε αποφασίζεται η εκκένωση του Πειραιά και η σύμπτυξη προς τον Ασπρόπυργο και, στη συνέχεια, προς την Πεντέλη και την Πάρνηθα.

Στο δρόμο για τη Θήβα

Την Παρασκευή 5 Ιανουαρίου, «κοντά στα ξημερώματα φθάσαμε στο Μενίδι», γράφει ο Σπύρος Κωτσάκης, καπετάνιος του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ. «Εκεί φρακάραμε, οι δρόμοι είχαν κλείσει. Δεν είχαμε τους τροχονόμους που μας χρειάζονταν». Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχωρούν προς το Τατόι, σε τούτο το δρομολόγιο, που μας δίνει πολλές πληροφορίες για το οδικό δίκτυο της εποχής, τις διαδρομές και τα περάσματα, τους δρόμους και τις διαδρομές, για να μείνουμε συγκεντρωμένοι στο κυρίως αντικείμενό μας.

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχώρησαν από τρεις κυρίως διαδρομές, στη γραμμή Ελευσίνα-Ισθμός, προς τη Θήβα, μέσω Φυλής και Ελευσίνας, προς την Εύβοια, μέσω Παιανίας, Κορωπίου, Κάλαμου, και προς Θήβα, επίσης, μέσω Τατοïου, Μαλακάσας, Αυλώνα. Φοβούμενοι οι Βρετανοί ότι ο ΕΛΑΣ σκόπευε να σχηματίσει γραμμή άμυνας έξω από την Αθήνα συγκρότησαν πολύ γρήγορα μια δύναμη καταδίωξης από 350 άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και φορτηγά, που ξεκίνησε το πρωί της 6ης Ιανουαρίου από το Δαφνί και το Περιστέρι, με στόχο την κατάληψη της Ελευσίνας και μετά της Θήβας. Ο ΕΛΑΣ προέβαλε αντίσταση στην Κάζα, με βαρύ φόρο αίματος – 222 νεκρούς και 55 τραυματίες σε 5 μέρες – και μέχρι τις 11 Ιανουαρίου οι βρετανικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους μέχρι λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία και μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου.

Εν τω μεταξύ, στο Τατόι φτάνουν αυτοκίνητα με τραυματίες, «κανονίζουμε να καμουφλαριστούν και μόλις βραδιάσει να τραβήξουν για τον Άγιο Μερκούριο-Μαλακάσα και πιο πέρα» - ίσως ένα από τα αυτοκίνητα να ήταν ένα γκαζοζέν που είχε φέρει σακιά με άμμο στους σπουδαστές, οι οποίοι μετά την εισβολή των Βρετανών, είχαν διαφύγει και οχυρωθεί σε οίκημα στην οδό Βαλτετσίου.

Τα αυτοκίνητα ξεκινούν τη νύχτα, με κατεύθυνση τη Μαλακάσα, όπου είχαν διαταγεί να παραμείνουν καμουφλαρισμένα μόλις ξημερώσει και να ξεκινήσουν πάλι το πρωί. «Στην ανηφόρα» τα χτύπησαν βρετανικά αεροπλάνα –φωτογραφίες από επιθέσεις αεροπλάνων της RAF σε φάλαγγες αυτοκινήτων (Motor Transport Columns [MTC]), «πολυβολισμοί σε στόχους εδάφους», για να χρησιμοποιήσω περιφραστικά τη σχετική ορολογία, «strafing», μάς επιτρέπουν να έχουμε μια εικόνα για τα αυτοκίνητα που ο ΕΛΑΣ διέθετε ή χρησιμοποιούσε. Οι φάλαγγες αυτοκινήτων του ΕΛΑΣ συνιστούν, σύμφωνα με Βρετανό συγγραφέα, προνομιακό στόχο των Βρετανικών αεροσκαφών, πράγμα που αποδεικνύεται και από τον προς τούτο αριθμό εξόδων των αεροσκαφών κατά τον Δεκέμβριο του 1944.

Στις 18 Δεκεμβρίου, κατά την επίθεση του ΕΛΑΣ στην Κηφισιά, όπου το αρχηγείο της RAF, «την μεγαλύτερη επιτυχία των ανταρτών του βουνού», καταγράφονται ως λάφυρα «πολλά αυτοκίνητα», 36 αυτοκίνητα, 13 μοτοσυκλέτες, 9 άρματα μάχης, 1 αεροπλάνο, σύμφωνα με τον Γ. Χουλιάρα («Περικλή»), ενώ το Α’ ΣΣ ενισχύθηκε με «το 9ο Σύνταγμα Πελοποννήσου (2 Τάγματα), μηχανοκίνητον ίλην εκ δύο θωρακισμένων αυτοκινήτων», αναφορές που πιθανόν μας επιτρέπουν κάπως να ξεκαθαρίσουμε την εικόνα των μηχανοκίνητων μονάδων του ΕΛΑΣ στο μηχανοκίνητο τμήμα, βασιζόμενο στα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, το οποίο υπαγόταν στο Α΄ΣΣ, και στο οποίο υπηρετούσαν ύστερα από την απελευθέρωση περίπου 250 άνδρες. 

Συγχρόνως, βάσει της ΑΠ 33α Γενικής Διαταγής Επιχειρήσεων του Α΄ ΣΣ, οι ελασίτες που υποχωρούν προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν πίσω από τη γραμμή Χασιά-Δεκέλεια-Μπογιάτι. «Ταλαιπωρηθήκαμε. Τα αυτοκίνητα που είχαμε δεν τράβαγαν [...] Τα ρέματα είχαν φουσκώσει», θυμάται ο «Νέστορας».

«Οι δυνάμεις μας υποχωρούν, αδειάζουμε την Αθήνα, φύγε αμέσως και τράβα για τα Πατήσια», θυμάται η Κούλα Ξηραδάκη να της υποδεικνύει ο γραμματέας της οργάνωσης της ΕΠΟΝ, στην οποία ανήκε –η υποχώρηση των μελών και των οπαδών του ΕΑΜ/ΚΚΕ και των Επονιτών πραγματοποιήθηκε αρχής γενομένης από την 5η Ιανουαρίου 1945. «Όπως ήμουν, παίρνω την Πατησίων και βλέπω ομάδες να προχωρούν όλοι προς μια κατεύθυνση, το τέρμα Πατησίων [...] Μετά τα Πατήσια, το άγνωστον. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ξημερωθήκαμε περπατώντας. Να σου τα αεροπλάνα να ρίχνουν [...] ΄Ημασταν οι ηττημένοι», αφηγείται η Ξηρουδάκη στην ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη.

Πρώτος σταθμός τα Κρώρα, ένα χωριό έξω από τη Θήβα, η σημερινή Στεφάνη, σε απόσταση, μέσω Φυλής, 9,8 χλμ. από την Αθήνα, απόσταση που διανύεται με τα πόδια σε περίπου οκτώμιση ώρες, χωριό «βρώμικο, λασπουριά, γαϊδούρια, χωρικοί, αντάρτες, αποσταμένοι Αθηναίοι, όλα ένα». Εκεί σε ένα μαγέρικο, «μισοχτισμένο, ασοβάντιστο, ψηλοτάβανο, γυμνό, άχαρο», μες στο κρύο, η αφηγήτριά μας βρήκε σε μια γωνιά «σωριασμένες» κάτι σαμπρέλες, εκεί σωριάστηκε, να ξεκουραστεί, άλλοι χρησιμοποιούσαν σαμπρέλες για στρώμα, να ξαποστάσουν. 

Στις 9 Ιανουαρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έφτασαν στη Χαλκίδα και από εκεί με καΐκι πέρασαν στη Στυλίδα. Από εκεί με το ημιφορτηγό της οργάνωσης η ηγεσία του Α΄ ΣΣ έφτασε στη Λαμία, για να μείνουμε μόνο στα της εξόδου. 

Εν τω μεταξύ, οι δρόμοι και οι διαδρομές των ομήρων μάς επιτρέπουν να επισκεφθούμε το οδικό δίκτυο της Αττικής, της Βοιωτίας, της Φθιώτιδας, επί τροχών στο Β΄μέρος αυτής της μάχης για το δημόσιο χώρο που συνιστούν τα Δεκεμβριανά, όπου ο ρόλος της μηχανοκίνησης, όπως είδαμε και θα δούμε, υπήρξε καθοριστικός. 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο Dimitri Kessel, Ελλάδα του ΄44, εκδ. Άμμος, 1994.