Δεκέμβριος 1944: Οι δρόμοι των ομήρων


Οι  33 μέρες των Δεκεμβριανών   μπορούν να διαβαστούν και ως αγώνας σε αστεακό περιβάλλον  για τον έλεγχο του χώρου. Η μηχανοκίνηση, η αυτοκίνηση, ειδικότερα, έπαιξαν ρόλο καθοριστικό,  στις μάχες μέσα στην Αθήνα, αλλά και κατά την υποχώρηση του ΕΛΑΣ.  Έτσι, η ιστορία των Δεκεμβριανών συνιστά αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της ελληνικής αυτοκίνησης.

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: Ηλίας Καφάογλου, ΦΩΤ.: Dimitri Kessel
  • 11/12/2019

Aπό τη νύχτα της 14/15ης Δεκεμβρίου είχε  αρχίσει η συγκέντρωση των ομήρων του ΕΛΑΣ και κλιμακώθηκε από συνοικία σε συνοικία.  Η ενέργεια αυτή δικαιολογείτο  ως ανάγκη εξισορρόπησης των μαζικών συλλήψεων που πραγματοποίησε ο αντίπαλος    ήδη από τις πρώτες μέρες της σύρραξης των 33 ημερών και κλιμακώθηκαν καθώς ο ΕΛΑΣ αποχωρούσε από την Αθήνα. Μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ, ο επίσημος αριθμός κρατουμένων ανήρχετο σε 18.000, από τους οποίους περίπου 8.000  είχαν μεταφερθεί στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα  στη  Βόρειο Αφρική,  2.400 είχαν εγκλειστεί στο Χασάνι, στο σημερινό Ελληνικό, 2.000 στου Γουδή, 1.500  στην αυτοσχέδια γυναικεία φυλακή στον οδό Θεμιστοκλέους και οι υπόλοιποι στα  κατά τόπους αστυνομικά τμήματα.

Σε ό,τι αφορά στα δρομολόγια των ομήρων, μπορούμε να τα ανασυστήσουμε χάρη  σε καταθέσεις και μαρτυρίες – 110 μαρτυρίες  συνολικά 123 ατόμων συγκεντρώθηκαν από νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, αμέσως μετά τον επαναπατρισμό των ομήρων.  Προκύπτει, λοιπόν, μια καθημερινή ροή 150-400 ομήρων από το Περιστέρι προς τη Βοιωτία μέσω Ασπρόπυργου και Πάρνηθας μεταξύ 19-27 Δεκεμβρίου και ξανά  στις 2-5 Ιανουαρίου, αλλά και λιγότερο συστηματικές αποστολές από το Άσυλο της Κοκκινιάς, μέσω Μάνδρας, ή από την Αθήνα μέσω Αυλώνας και Σχηματαρίου – το άθροισμα των μέγιστων αριθμών, όπως αποτυπώνονται στις προαναφερθείσες αφηγήσεις για τις αρχικές διαδρομές των ομήρων, μας «δίνει», με επιφύλαξη,  3.800 άτομα.

Τα δρομολόγια προς Βορράν είναι λίγο πολύ τυποποιημένα. Οι όμηροι εγκαταλείπουν το Περιστέρι με τα πόδια προς τον Ασπρόπυργο, ανεβαίνουν την Πάρνηθα με επισταθμίες στα Κρώρα, στη σημερινή Στεφάνη,  και στο Δαριμάρι, στη σημερινή Δάφνη, ή στους Μουσταφάδες, στη σημερινή Καλλιθέα. Από εκεί οι φάλαγγες συνεχίζουν για τη Θήβα, μέσω των χωριών Κριεκούκι, Νεοχωράκι ή Αμπελοχώρι.  Οι όμηροι μετά φτάνουν στο Πυρί και ύστερα συνεχίζουν για Αλίαρτο, Λειβαδιά και ακόμη βορειότερα. Κάποιοι θα φτάσουν μέχρι τη Λαμία, στη Λαμία και στα Λουτρά Πλατυστόμου. Αρκετές εκατοντάδες σε άθλια κατάσταση θα οδηγηθούν μέχρι τη Λάρισα. Από την Κοκκινιά τώρα, οι όμηροι μεταφέρονται  στη Μάνδρα και στη συνέχεια στη Θήβα, κάποιοι με αυτοκίνητα. Μικρότερες αποστολές από την Αθήνα έφτασαν στο  Κακοσάλεσι, στον σημερινό Αυλώνα, μέσω Μπογιατίου, της σημερινής Άνοιξης, και Σχηματαρίου.

Η Αλεξάνδρα Κριεζή, λόγου χάριν,  κόρη του Στέφανου Δραγούμη, γυναικαδελφή του Παύλου Μελά, αδελφή του Ίωνος Δραγούμη, συνελήφθη μαζί με τη μεγαλύτερη κόρη της Ρωξάνη τη νύχτα της 11ης Δεκεμβρίου 1944, όταν αντάρτες του ΕΛΑΣ εισέβαλαν στο σπίτι της.  Τις ακολουθεί ιπποτικά ο ηλικιωμένος ναύαρχος Αντώνιος Κριεζής, γόνος της γνωστής υδραίικης οικογένειας, σύζυγος της Αλεξάνδρας. Τέσσερις ημέρες αργότερα συλλαμβάνεται η άλλη κόρη της Κριεζή, η Φαίνη Ξύδη, «σαμπιόν του τένις». Γράφει η Κριεζή  στις 14 Οκτωβρίου 1944 και θυμάται την Κηφισιά στις 19 το πρωί: «Αρχίζει η εκκένωσις της Κηφισιάς από τον Γερμανικόν στρατόν – πεζικόν , τροχοφόρα, άρματα μάχης, κανόνια, επιταγμένα λεωφορεία φορτωμένα με στρατιώτας, μουλάρια, γαïδούρια, όλα προχωρούν προς βορράν». Δύο μέρες πριν, στις 12 Οκτωβρίου, θυμάται η συγγραφέας μας, τα λεωφορεία να φτάνουν σημαιοστολισμένα έως το Μαρούσι - «εκεί αφαιρούσαν τα δείγματα αυτά της χαράς. Το Μαρούσι και η Κηφισιά  ήσαν ακόμη υπό το πέλμα των Γερμανών. Ελευθερώθηκαν δύο ημέρας αργότερον».

Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, πάλι, ο Φίλιππος Δραγούμης,   βουλευτής  το 1932 και το 1933,   υπουργός Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης  το 1932 στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη, υφυπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου Μαïου 1944,  είχε μεταφερθεί «οικογενειακώς  εις κλειστόν  φορτηγόν (αγγλικόν)», και δύο Άγγλοι αξιωματικοί παρέλαβαν το  υπουργικό αυτοκίνητο, «ώστε να μη κακοποηιθή καθ΄οδόν».  Στις 7 Δεκεμβρίου, και ενώ είχαν κιόλας στηθεί οδοφράγματα στους δρόμους της Κηφισιάς, με πέτρες και πάνω κλαδιά και κορμούς, ένα αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού εθεάθη στην Κηφισιά  με το παράθυρο διάτρητο από σφαίρες.  Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 12.30, στην Κριεζή φάνηκε ότι ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει στο κιγκλίδωμα του κήπου.       Ξαφνιάστηκε, «διότι τα αυτοκίνητα είχαν καταντήσει άγνωστα πλέον». Τρεις ελασίτες ζητούν από την Κριεζή  και την κόρη της να τους ακολουθήσουν «για μια μικρή ανάκριση», και η οδοιπορία των ομήρων ξεκινά. Κινούνται πεζή, αλλά και με φορτηγό για τον Ωρωπό - «ο δρόμος  [από το Μπογιάτι] ήτο φρικτός». Επιφυλάχτηκε ιδιαίτερη μεταχείριση όσων  « προσωπικοτήτων» θεωρήθηκαν υψηλής ανταλλακτικής αξίας, επομένως πολύτιμοι – αυτοί  μετακινήθηκαν συχνά πυκνά με αυτοκίνητο, λόγου χάριν η Λέλα Μεταξά, η οποία   με καμιόνι έφτασε στη Σκάλα Ωρωπού, και, αργότερα,  στην Αράχωβα. Την οδήγησαν, αυτήν και τους συγκρατουμένους της,   σε «παλαιό garage   […] Τοποθετηθήκαμε σε παλιοαυτοκίνητο στα πίσω καθίσματα […] Τα καθίσματα πίσω ήτανε τάβλες και εκτοξευόμεθα αρκετά. Περάσαμε τους Δελφούς και εφθάσαμε  εις την Άμφισσαν», εποχούμενοι.

Στις 27 Δεκεμβρίου η Κριεζή και η κόρη της φτάνουν στη Θήβα, όπου ακούν τους ελασίτες να θαυμάζουν: «’Εφθασαν τώρα   ο Παρτσαλίδης και ο Σβώλος σε μία έκτακτη κούρσα, είχαν και γυναίκες μαζί». Οι όμηροι  φεύγουν από τη Θήβα επί τροχών, στα Οινόφυτα, τότε Στανιάτες,  το αυτοκίνητο δεν μπορεί να περάσει το πλημμυρισμένο ποτάμι και η πορεία συνεχίζεται με μουλάρια για το Κακοσάλεσι,  τον Αυλώνα, όπου ο φόβος για τις αεροπορικές επιδρομές κυριαρχεί. Αποφασίζεται οι όμηροι να φύγουν για το Μπογιάτι. «Ξεκινήσαμε μ΄ ένα φορτηγόν. Είμεθα 6 με τον οδηγόν και είχαμε διαταγήν ο καθένας να έχη τα μάτια του προσηλωμένα σε διαφορετικόν σημείον του ορίζοντος ώστε εγκαίρως να ειδοποιήσωμεν τον οδηγόν εν στιγμή κινδύνου», θυμάται και γράφει η Κριεζή στο δρόμο για το Μπογιάτι, όπου πληροφορήθηκε ότι «ο Ναύαρχος και η κόρη του έφυγαν με αυτοκίνητον». Με αυτοκίνητο κινούνται η Κριεζή και η κόρη της προς την Αθήνα, «το οποίον άρχισε να τρέχη τρομερά διότι εφάνησαν δύο αεροπλάνα. Δύο  φορές πηδήξαμε κάτω και κρυφθήκαμε από κάτι εληές», στο πλαίσιο αυτής της αυτοκίνητης περιπέτειας. Λίγο πριν την απελευθέρωσή τους,  στις 7 Ιανουαρίου,  οι δύο όμηρες  παρακολουθούν με τρόμο στη Μάνδρα, «τα αεροπλάνα  που πολυβολούσαν διαρκώς το ένα μετά το άλλο τα καμιόνια» - τα βρετανικά αεροπλάνα κατέστρεψαν συνολικά 455 οχήματα, τα περισσότερα κατά την υποχώρηση του ΕΛΑΣ. 

Στις 7 Ιανουαρίου οι όμηρoι φτάνουν στο Χασάνι  και γύρω στις οκτώ το βράδυ στην Αθήνα «με φορτηγόν αμερικανικόν», τρεις ημέρες πριν βρετανικό όχημα του  Ερυθρού Σταυρού περισυλλέξει τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ύστερα από τη σχεδόν συμπτωματική απόδρασή του στον κάμπο της Βοιωτίας, όπου χρειάστηκε να πουλήσει τα γυαλιά του σε κάποιον χωρικό, προκειμένου να προμηθευτεί τρόφιμα που θα του επέτρεπαν να γυρίσει ζωντανός στην Αθήνα, έντεκα ημέρες ύστερα από τη σύλληψή του, στις 31 Δεκεμβρίου. Ο Εμπειρίκος, κατά την ανάκρισή του στην  οδό Παμισού από την Εθνική Πολιτοφυλακή, επιμελώς  απέφυγε να αναφέρει  «τους αληθινούς λόγους της παραιτήσεώς του από τας  οικογενειακάς επιχειρήσεις», παρ΄όλο που είχε  συνείδηση ότι  αυτοί θα συνιστούσαν «κατά κάποιον   τρόπον  σημαντικά ‘’ελαφρυντικά’’  διά την περίπτωσίν [ του]», δήλωση που παραπέμπει στη μεσοπολεμική προσχώρηση του ποιητή της Οκτάνας στην κομμουνιστική ιδεολογία,  προσχώρηση που αναιρέθη ύστερα από τη δολοφονία του Ψαρρού και τη διάλυση του 5/42, σύμφωνα με τον γιο του ποιητή.  Παρ΄όλα αυτά, ο Ανδρέας Εμπειρίκος  βίωνε  «ένα βαθύ αίσθημα αδικίας» για τη δίωξή του  από αυτούς τους οποίους ο ίδιος αναγνώριζε ρητά ως επαναστάτες και πάλι ποτέ (νοερούς) αυντρόφους του.

Ύστερα από την επιστροφή της, η Κριεζή αναζητά έως  τις 4 Μαρτίου παντού τον άνδρα της και την άλλη της κόρη. Στις  5 Μαρτίου δύο φορτηγά ξεκινούν για τα Κιούρκα, με τον Αλέξανδρο Ξύδη ανάμεσα στους επιβαίνοντες. Εκεί, σε  μια μισοερειπωμένη καλύβα,  οι εθνοφύλακες της περιοχής είχαν ανακαλύψει τρία  παραμορφωμένα και κατασπαραγμένα πτώματα – το τρίτο ανήκε στον Γιώργο Φραγκόπουλο.  Σε όλη τη διάρκεια της ομηρία έχουν καταγραφεί τρία φονικά ομαδικά: στις 26 Δεκεμβρίου στο Συκάμινο Βοιωτίας, στα Κρώρα στις 5 Ιανουαρίου, και στις 11 στην Αράχωβα. Στην τρίτη  περίπτωση, εκτελέστηκαν 13  επώνυμοι Αθηναίοι, στους οποίους συναριθμείται ο πρύτανης του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος,  ενώ στο Συκάμινο στους  20 που εκτελέστηκαν περιλαμβάνεται ο μηχανικός Βρασίδας Πόγγης.

 Ο επίλογος στο οδοιπορικό της Κριεζή γράφτηκε στο κοιμητήριο Κηφισιάς: «Τα δύο αγγλικά φορτηγά τα οποία είχαν υπάγει εις τα Κιούρκα […] έφθασαν εις το κοιμητήριον μόνον κατά τας πέντε παρά τέταρτον με δύο απλά φέρετρα. Το ένα το  παρέλαβεν ένα άγημα ναυτών, το ετύλιξαν  με την ελληνικήν σημαίαν, επ΄αυτού ετοποθέτησαν το δίκωχον και το ξίφος  του Αντώνη. Της Φαίνης, κατασκεπασμένον με λουλούδια, το παρέλαβον οι υιοί τού Αλεξάνδρου, ο Μίκης και διάφοροι φίλοι. Όλοι όσοι ήρχοντο από τα Κιούρκα ήσαν καταλασπωμένοι. Φαίνεται ότι όλος ο κόσμος έκλαιγε.  Εγώ περίμενα εις το σπίτι.  Ήλθεν ο Αλέκος. Άλλαξε ρούχα και εκάθισε μαζύ μου εις το αυτοκίνητον της πριγκηπίσσης Ελένης που είχε διαθέσει», για να φτάσει η Κριεζή στο κοιμητήριο , να κηδέψει τον άνδρα και την κόρη της,  δύο μήνες ύστερα από τον «κόκκινο  Δεκέμβρη», μάχη για τον έλεγχο της Αθήνας, όπου τα μηχανοκίνητα μέσα έπαιξαν ρόλο καθοριστικό

Hμηχανοκίνηση στα Δεκεμβριανά

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων καταστράφηκαν και τα περισσότερα εναπομείναντα πολιτικά οχήματα και τραμ, ύστερα από την Κατοχή. Κυριάρχησαν τα εξής μηχανοκίνητα μέσα :

  • Αρματα μάχης Sherman  MkIV με πυροβόλο των 75 χλστ. και ενισχυμένη θωράκιση.
  • Τα ανιχνευτικά άρματα Stewart MkIII με πολυβόλο των 0,5 ιντσών.
  • Τα ερπυστριοφόρα μεταφοράς προσωπικού  Universal Carrier   MkII και III.
  • Τα θωρακισμένα αυτοκίνητα Hamber MkIV, M8  Greyhound και Staghound  MkI και II με πυροβόλα των 37 χλστ.
  • Τα θωρακισμένα αυτοκίνητα Daimler, MkII με πυροβόλο των 2 ιντσών.
  • Τα θωρακισμένα αυτοκίνητα αναγνώρισης Daimler Digo και Hamber Scoot με οπλοπολυβόλο Bren.
  • Τα αυτοκινούμενα πυροβόλα των 75 χλστ. επί ημιερπυστριοφόρων International  Harvest M5 και Μ9.
  • Τα πολυποίκιλα ελαφρά, μέσα και βαρέα φορτηγά και άλλα οχήματα ειδικών χρήσεων των ελληνοβρετανικών μονάδων. Σε αυτά συναριθμούνται μικρά κλειστά φορτηγά με μεγάφωνα στην οροφή, που ακολουθούσαν τα βρετανικά στρατεύματα εκπέμποντας δελτία ειδήσεων και άλλες ειδήσεις στις περιοχές που εκκαθαρίζονταν. Οι Βρετανοί εκτιμούσαν ότι περίπου 6.000 κάτοικοι της Αθήνας άκουγαν τις εκπομπές, απάντηση, τρόπον τινά, στο χωνί, στην αναγραφή συνθημάτων και στον παράνομο Τύπο του ΕΑΜ.       

Ο  ΕΛΑΣ   διέθετε έναν αριθμό γερμανικών και ιταλικών οχημάτων, μοτοσυκλέτες, φορτηγά και ένα γερμανικό ερπυστριοφόρο που οι δυνάμεις των ανταρτών είχαν λαφυραγωγήσει στη διάρκεια της μάχης του Βελεστίνου την 1η Αυγούστου 1944.

Σημειώνει επί του προκείμενου ο υπολοχαγός του ΕΛΑΣ Δημήτρης Π. Κρέμος στο «Ημερολόγιό» του την Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 1944, από τα Ιωάννινα, όπου βρίσκεται , ύστερα από την αποχώρηση του ΕΔΕΣ από την πόλη στις 21 του μήνα: «Έφτασε από την Αθήνα ένα εαμικό κλιμάκιο [...] Μεταξύ των  οχημάτων του κλιμακίου είδαμε και δύο πολύ περίεργα αυτοκίνητα που οι Άγγλοι τα λένε τζιπ. Πρόκειται για ελαφρά τετραθέσια αυτοκίνητα με ισχυρό κινητήρα, πολύ ευέλικτα και κατάλληλα για οποιονδήποτε δρόμο. Ρωτήσαμε τους συναγωνιστές οδηγούς για την προέλευσή τους και πήραμε την  απάντηση ότι ‘’ [...] Τέτοια αυτοκίνητα έχουν παραχωρήσει οι Εγγλέζοι στα Τάγματα Ασφαλείας και στην Αστυνομία...’’ Εμείς τα πήραμε λάφυρα, από διάφορες μάχες, και από τους Εγγλέζους και από τους ταγματασφαλίτες [...]».

Λίγες ημέρες προηγουμένως, την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 1944, ο Σπύρος Κωτσάκης («Νέστορας») έγραφε στο δικό του χρονικό πως «με μικροεπιχειρήσεις εναντίον αγγλικού γκαράζ  πήραμε 8 μοτοσυκλέτες και 3 καινούργια αυτοκίνητα [...] Τα αγγλικά αεροπλάνα τώρα κυνηγάνε κάθε αυτοκίνητό μας, και μοτοσυκλέτα ακόμα. Οι οδηγοί μας [...] έμαθαν πώς να στρίβουν μέσα σε απυρόβλητες παρόδους και να συνεχίζουν την πορεία τους προς τον προορισμό τους [...]. Είναι στο ‘’κρυφτό’’ με το θάνατο» - το γκαράζ,       αναφέρει ο Γιώργης Σιάντος, ήταν στην Πλατεία  Βάθη. Λίγες μέρες αργότερα, στις μάχες γύρω από την Πλατεία Κάνιγγος, ο λόχος Λόρδος Μπάυρον  πήρε ως λάφυρο ένα αντιαρματικό πυροβόλο τοποθετημένο σε αυτοκίνητο.      

Ο Σπύρος Κωτσάκης πηγαινοερχόταν στα τέλη Οκτωβρίου με ένα «φιατάκι», που οδηγούσε Ιταλός αντιφασίστας οδηγός, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944, την ημέρα που η Αθήνα απελευθερώθηκε, η Καίτη Ζεύγου, παρέα με τον Λευτέρη Βουτσά  βρήκαν «ένα από αυτά τα αυτοκίνητα που είχαν πάρει σύντροφοι από τους Γερμανούς», ?στησαν μια σημαία μπροστά στο παρμπρίζ και έκαναν σε όλη την Αθήνα βόλτα. Με το αυτοκίνητό τους ζουν τη μεγάλη μέρα, «τώρα μας ενδιαφέρει να ζήσουμε τη μεγάλη μέρα», για να χρησιμοποιήσω τη λέξη του δημοσιογράφου και φωτογράφου Κώστα Παράσχου, σε μια αποθέωση (αυτοκινούμενου) αυθορμητισμού. 

Στις  18 Οκτωβρίου χιλιάδες πολίτες είχαν κατεβεί στους δρόμους σε όλη τη διαδρομή από τον Πειραιά μέχρι το κέντρο της Αθήνας, μέσω της Λεωφόρου Συγγρού, να επευφημήσουν  την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, που σε κλίμα πανηγυρικό επέστρεψαν στην ελεύθερη πια Αθήνα, επιβαίνοντες σε   αυτοκίνητα που σχημάτιζαν πομπή.  

Ακριβώς σε τούτη τη σύντομη περίοδο της Απελευθέρωσης πριν τα Δεκεμβριανά, η Ελλη Παππά, η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η χρήση αυτοκινήτου μπορεί να τονίζει, και να ενισχύει,  τις διαφορές σε επίπεδο ιεραρχίας και... νοοτροπίας και στους κόλπους του ΚΚΕ.

«Στη σύντομη εκείνη περίοδο», η συγγραφέας, μεταξύ άλλων,  της μελέτης Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου, γράφει «οι γραμματείς των αχτίδων και στελέχη βοηθητικών επιτροπών είχαν αποκτήσει αυτοκίνητα –επιταγμένα- και με το ‘’σωφέρ΄΄ του το καθένα. Όταν γινόταν συνεδρίαση των γραμματέων της Αθήνας, γέμιζε ο δρόμος αυτοκίνητα και σωφέρ που λιάζονταν στο φθινοπωριάτικο ήλιο περιμένοντας [...] Πολλές φορές οι γραμματείς αργούσαν, πράγμα που θύμωνε το Φάνη [Μπαρτζιώτα], το γραμματέα της Αθήνας.  Στην Κατοχή [...] δεν αργούσαμε ποτέ. Τώρα με τα αυτοκίνητα και τους ‘’σωφέρ’’ τους τα στελέχη  αργούσαν. Μια φορά η Κατσαρίδα [‘’πρώην εργάτρια, πράγμα το οποίο ανέβαζε τις μετοχές της στο Κόμμα και αγρ?μματη σε βαθμό σκανδαλώδη’’], που διέθετε λευκή πολυτελή κούρσα, είχε αργήσει υπερβολικά κι ο Φάνης της έκανε παρατήρηση. ‘’Μας ?πιασε λάστιχο’’, δικαιολογήθηκε εκείνη. Ο Φάνης εξεμάνη  και τους ειρωνεύτηκε όλους άγρια.   Αλλά τι έφταιγαν αυτοί;  Μαζί με τα αυτοκ?νητα είχαν αποκτήσει και την κατάλληλη νοοτροπία».

Αυτήν τη νοοτροπία, θυμάται η Ελλη Παππά, είχε αποκτήσει και ο Σπύρος Κωτσάκης, ο «Αργύρης», γραμματέας της Διαφώτισης, αντικαταστάτης της ηρωικής Ηλέκτρας Αποστόλου: «Με αυτή του την ιδιότητα είχε αποκτήσει το αυτοκίνητό ‘’του’’». Κάποτε η συγγραφέας μας κινδύνευσε να αργήσει σε ένα της ραντεβού. «Ο Αργύρης με πήρε τότε παράμερα και μου είπε... χαριστικοεμπιστευτικά [για να μην το ακούσουν και οι άλλοι και πάρουν όλοι αέρα]: ‘’ Μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητό μου, για να μην αργήσεις». Σχολιάζει η συγγραφέας του «?έκβιεμ για την τελευταία χαμένη γενιά», τη Γενιά του Πολυτεχνείου, τώρα τυπωμένο στο βιβλίο της Μακιαβέλλι ή Μαρξ, σχολιάζει η ‘Ελλη Παππά: «ήταν αυτοκίνητό ‘’του’’ και όχι για να υπηρετεί τις ανάγκες της διαφώτισης...» - προφανώς  τα ηγετικά στελέχη του κόμματος δεν ήταν εξίσου προσεκτικά με τους Γάλλους συντρόφους τους, οι οποίοι, παρότι αγαπούσαν την καλή ζωή, « έτρωγαν πλούσια και έπιναν σαν Κοζάκοι, το έκανα στα κρυφά». Οι «αστικές» εφημερίδες, αλλά και τα ίδια τα μέλη του Κόμματος, επισημαίνει μεταφέροντας μας σε εκείνη την εποχή  ο Περουβιανός συγγραφέας  Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, «θα δημιουργούσαν σκάνδαλο αν τους έπιαναν να πίνουν σαμπάνια αντί για κρασί ή να κινούνται μΕ επίσημα αυτοκίνητα αντί για ποδήλατο».     

Αλλά και η Καίτη Ζεύγου είχε το αυτοκίνητό της. «?να βραδάκι», συνεχίζει να αφηγείται η σημαντική αυτή διανοούμενος της ελληνικής αριστερής αδογμάτιστης σκέψης, «φεύγοντας από τα γραφεία, συνάντησα στην έξοδο την Καίτη Ζεύγου. Με ρώτησε πού μένω, έμενα τότε στα Πατήσια, με ρώτησε πώς θα πάω, της είπα ‘’με το γκαζοζέν’’. ‘’’Ελα να σε πάω με το αυτοκίνητό μου’’, μου είπε. Αυτό το κτητικό με το αυτοκίνητο μου την έδινε, τα χρησιμοποιούσαν και για τα γλεντάκια τους και ‘’αφήνανε’’ τους ‘’σωφέρ’’ τους απέξω να περιμένουν, είχα φτάσει να τα μισώ αυτά τα τροχοφόρα».  ’Ηθελε η Σμυρνιά Παππά, καταδικασμένη μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη σε θάνατο,  να αρνηθεί την προσφορά της Ζεύγου, αλλά ενέδωσε. «Αυτό δεν το έχω συγχωρέσει στη ζωή μου – ως τώρα», το 1995, οπότε έγραψε τούτες τις γραμμές.  

Από την Ομόνοια στο Σύνταγμα

Όταν τον Οκτώβριο του 1944, ήρθε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στην Αθήνα, τα Γραφεία του ΚΚΕ στεγάζονταν στην Πλατεία Συντάγματος, σε κεντρικό κτίριο, εκε? όπου στις 19 Οκτωβρίου στήθηκε ένα «κενοτάφιο λευτεριάς» για να τιμηθούν οι νεκροί αγωνιστές, κατά τον εορτασμό των 26 χρόνων του ΚΚΕ. Ο λαός, οι «μάζες», χιλιάδες λαού κατέλαβε  την Πλατεία Συντάγματος, να τιμήσει τους ηρωικούς αγωνιστές, «το  αίμα  του αγώνα». Κυκλοφορούν περίπου 15 εκατ. προκηρύξεις, γράφονται στους τοίχους 1 εκατ. συνθήματα, συνθήματα γράφονται και στην άσφαλτο με κόκκινη και άσπρη λαδομπογιά. Η ΚΟΑ έχει στη διάθεσή της μεγάλα βαρέλια με λαδομπογιά, τα οποία μεταφέρουν αυτοκίνητα, η 6η Αχτίδα της ΚΟΑ βάφει με λαδομπογιά και τα μάρμαρα του Παναθηναϊκο? Σταδίου, απέναντι από την είσοδο. Οι φάλαγγες, κατά Αχτίδες, άρχιζαν από την Πλατεία Συντάγματος και κατέληγαν από την οδό Σταδίου στην Πλατεία Ομονοίας και την οδό Πειραιώς, μέχρι το Ωδείο Αθηνών, καθώς και την οδό Πατησίων μέχρι την Πλατεία Αγάμων, δηλαδή «πάνω από πέντε χιλιόμετρα», σύμφωνα με τον Γραμματέα της ΚΟΑ.   

Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 1943, οι διαδηλωτές πέντε τουλάχιστον φορές κατέκλυσαν το κέντρο της Αθήνα, ωσάν παλιρροϊκό κύμα.  Τότε το στρατηγείο του ΚΚΕ βρισκόταν στην οδό Λυκούργου, οι διαδηλωτές από τις συνοικίες συγκεντρώνονταν γύρω από την Ομόνοια.

‘ Υστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς,  οι συγκρούσεις στην πόλη είχαν μετατοπιστεί από το κέντρο στις συνοικίες, συγκρούσεις ενόπλων – η οργανωμένη αντίσταση είχε πια όπλα από τους Ιταλούς, οι Γερμανοί ?πλισαν  Έλληνες, τα Τάγματα Ασφαλείας δικό τους δημιούργημα είναι. Οι αγωνιστές σπεύδουν να κρύψουν τα όπλα που προμηθεύεται από τους Ιταλούς ο ΕΛΑΣ,   τα αυτοκίνητα και εδώ  έχουν κρίσιμο ρόλο. Οι αγωνιστές, «αδιαφορώντας για τους κινδύνους που διέτρεχαν, βρίσκονταν παντού γύρω από τις αποθήκες οπλισμού των Ιταλών, σε όλους τους δρόμους [...]   Ο οπλισμός και το άλλο πολεμικό υλικό μεταφερόταν με όλα τα μέσα σε κρύπτες. Με καροτσάκια, με αυτοκίνητα, στην πλάτη»,  ενώ  σε κάποιες περιπτώσεις ο οπλισμός μεταφέρεται με καμιόνια. 

Τον Οκτώβριο του 1944, το είδαμε κιόλας, το κέντρο ανήκει στον λαό, ελέγχεται από το ΚΚΕ και τις φιλοεαμικές δυνάμεις. «?λες οι λαϊκές διαδηλώσεις περνούσαν απαραίτητα από την  αρχή της Λεωφόρου Πανεπιστημίου, από το παλιό μέγαρο του Υπουργείου Αεροπορίας, όπου είχαν εγκατασταθεί προσωρινά τα Γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και της ΚΟΑ. Και από την οδό Κοραή, απέναντι από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου βρίσκονταν τα Γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ», σημειώνει με έμφαση ο Βασίλης Μπαρτζιώτας.  

 Τούτη η διεκδίκηση του κέντρου, της πόλης «σε καθεστώς  νομιμοποιημένης παρανομίας», για να χρησιμοποιήσω τη λέξη της Τασούλας Βερβενιώτη,  αυτές οι συγκρούσεις στις συνοικίες, οι δρόμοι που χαράζουν οι διαδηλώσεις, προς την Ομόνοια, μέσω Πανεπιστημίου προς το Σύνταγμα,  αλλά και η γεωγραφία των συνοικιών, οι δρόμοι που τις χωρίζουν, τις διαχωρίζουν και καθορίζουν τα όριά τους  συστήνουν με τον πλέον, θαρρώ, σαφή τρόπο την πόλη, την Αθήνα, εν προκειμένω, ως χώρο πολιτικό και ιδεολογικό. Μάλιστα, για να θυμηθώ τον Ανρύ Λεφέβρ,  ως τον κατεξοχήν ιδεολογικό και πολιτικό χώρο. Ακριβώς περί  του δικαιώματος στην πόλη πρόκειται, γι΄αυτό, άλλωστε, η πόλη ως   πεδίο μάχης  ενέχει πάντοτε κάτι το συναρπαστικό, οι «αστυμαχίες» πάντοτε συναρπάζουν.          

Εκεί ακριβώς, στην Πλατεία Συντάγματος, κτυπήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου ο λαός. ΄Υστερα από 33 ημέρες, ο ΕΛΑΣ αποχώρησε από την Αθήνα- είδαμε πώς, τους δρόμους και το δράμα των ηττημένων, όπως το περιγράφει, εξάλλου, και η Καίτη Ζεύγου:      

«? δρόμος κατάμεστος από κόσμο , σα να βρισκόμασταν στην οδό Αιόλου παραμονές Χριστουγέννων. Στη μέση κάθε λογής τροχοφόρο, φορτηγά, ημιφορτηγά, ιδιωτικά, ταξί, μοτοσυκλέτες, το ένα σχεδόν κολλητά πίσ΄απ΄το άλλο σε μιαν ατέλειωτη φάλαγγα και στις δύο άκριες του δρόμου  δύο άλλες ατέλειωτες φάλαγγες  από κάθε λογής κόσμο. ΄Αντρες, γυναίκες, παιδιά σκαρφαλωμένα στους ώμους των πατεράδων τους  και μ΄ένα βαλιτσάκι ή μπογαλάκι στο χέρι ή κρεμασμένο από τον ώμο προχωρούσαν χωρίς να ξέρουν καλά καλά πού πάνε και χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί ήρθαν έτσι ανάποδα τα πράγματα».   

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, τα γραφεία του ΚΚΕ είχαν πλέον μεταφερθεί στην Εδουάρδου Λω, ενώ η Πλατεία Συντάγματος «από την εποχή των Δεκεμβριανών, [εξακολουθούσε να είναι] ένα περιφραγμένο με συρματοπλέγματα τεράστιο γκαράζ αγγλικών οχημάτων, μικρών και μεγάλων φορτηγών και τεθωρακισμένων»,  σε μια εποχή  κατά την οποία η βασική συγκοινωνία Αθήνας-Θεσσαλονίκης εξυπηρετείτο από  «δύο πολυτελή ταξί και δύο φορτηγά», ύστερα από τον Πόλεμο,  έναν  χρόνο πριν  καθημερινά επιτύμβιες πλάκες από τα αρχαιότατο εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης   μεταφερθούν με κάρα σε διάφορα σημεία της πόλης, γεμίσουν τον περίβολο του Αγίου Δημητρίου, και με  πολλές από αυτές στρωθεί ο δρόμος που συνδέει τη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου με το Στρατηγείο.   

  Η κυβέρνηση με τη βοήθεια των Βρετανών ελέγχει το κέντρο της πόλης, προσπαθεί να ελέγξει και την περιφέρειά της. Η Πρωτομαγιά του 1945 εορτάζεται κοντά στο κέντρο της Αθήνας, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.

Εν τω μεταξύ,  δημοκρατικοί πολίτες προσπαθούν  να αμυνθούν εν μέση οδώ στις επιθέσεις που δέχονται. Το ΚΚΕ  είναι ακόμη νόμιμο και τον Οκτώβριο του 1945 οργανώνει το 7ο Συνέδριό του στην Αθήνα, ενώ ήδη τα στρατοδικεία εργάζονται πυρετωδ?ς.

Ακριβώς αυτόν το μήνα, στις 27, έξω από τον κινηματογράφο «Απόλλων» στην οδό Σταδίου, οι περαστικοί μπορούσαν να δουν ένα αυτοκίνητο επί δυόμιση ώρες παρκαρισμένο. Στο πλάι, σίγουρα περίεργοι, μπορούσαν να διαβάσουν «9η κομματική αχτίδα ΚΟΑ». Ένα κομματικό στέλεχος απολάμβανε την ταινία με την ησυχία του.

Αλλά το ΚΚΕ σε λίγο θα βρεθεί στην παρανομία.    

Η Πρωτομαγιά του 1946, πάντως,  εορτάζεται στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, μακριά πια από το κέντρο της πόλης.

Τούτες  οι πινέζες που σε έναν χάρτη της  Αθήνας μαζί βάλαμε, να σημειώσουμε τα γραφεία και τους τόπους συγκεντρώσεων, μας επιτρέπουν, θαρρώ, να αντιληφθούμε τις ρευστές γραμμές μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, το  χαρακτήρα της σύγκρουσης των δυνάμεων, αν προτιμάτε, ύστερα από την Απελευθέρωση.

‘Ηδη από τον Ιούλιο του 1944, λόγου χάριν, στις Ανατολικές Συνοικίες, «σχηματίστηκε η πρώτη ‘’κόκκινη  γραμμή’’ που ξεκινούσε από το νοσοκομείο Συγγρού, Καισαριανή, οδός Φιλολάου, Γούβα, Ν. Κόσμος, Δουργούτι μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού. Από τότε, με διαταγή του Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ, η 1η Ταξιαρχία του αρχίζει να οργανώνει απόρθητες θέσεις σε όλο το μήκος της ‘’Κόκκινης Γραμμής’’», έτσι ώστε έπειτα από  τις επόμενες μάχες, στο τέλος Αυγούστου 1944, να έχει σχηματιστεί ένα σταθερό μέτωπο ενάντια στον εχθρό με συρματοπλέγματα και έτοιμες σε θέση μάχης όλες τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ

Αυτοκίνητα του ΕΛΑΣ

Περισσότερο από έναν χρόνο πριν, για να ξετυλίξουμε προς τα πίσω το νήμα των αυτοκινήτων που διέθετε ο ΕΛΑΣ, τον Οκτώβριο του 1943, οπότε οι Γερμανοί πραγματοποιούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη, και ο ΕΛΑΣ, με συνεχείς ενέδρες προσπαθεί να ελέγξει το οδικό δίκτυο, αλλά και τα ορεινά περάσματα, ο «Καπετάν Λευτεριάς», κατά κόσμον Βαγγέλης Παπαδάκης, καπετάνιος της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, θυμάται και γράφει  ότι «στις  13 του μήνα, οι Γερμανοί είχαν γυρίσει στη Λαμία και στο Αγρίνιο. Στη σύμπτυξη των εχθρικών τμημάτων και στο σημείο που είχαν την πρώτη τους επαφή τα τμήματά μας, κτυπήθηκαν δύο αυτοκίνητα  από την ουρά της φάλαγγας [...] Καταστράφηκαν ή πάρθηκαν λάφυρα έξι αυτοκίνητα και αρκετός εξοπλισμός».

Αλλά και σε επίταξη αυτοκινήτων είχε προχωρήσει ο ΕΛΑΣ, σύμφωνα με τον Στέφανο Σαράφη, ο οποίος στις 4 Νοεμβρίου 1944, έναν μήνα πριν ξεσπάσει η ένοπλη σύγκρουση,  έφυγε από την  Αθήνα για τη  Λαμία επιθεωρώντας Συντάγματα του ΕΛΑΣ στη Χαλκίδα,    στη Θήβα, στη Λειβαδιά. «Με τη σκέψη ότι βαίναμε ομαλά προς την πολιτική εξέλιξη, διατάξαμε τις μονάδες να εγκατασταθούν στις πόλεις, να φροντίσουν για την ανάπαυσή και την ανασυγκρότησή τους, να απολύσουν τους άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, να αποδώσουν τα ζώα και τα αυτοκίνητα, που είχαν επιτάξει προσωρινά για τις επιχειρήσεις, και στην ανάγκη να διαθέσουν προσωρινά και τα άλογα και μουλάρια των πολυβόλων, όλμων, πυροβολικού, κ.λπ., στον πληθυσμό για να τον βοηθήσουν  στην καλλιέργεια και σπορά όσο το δυνατόν περισσότερο».

Ακριβ?ς ?ναν μήνα αργότερα , ο στρατηγός Σαράφης και ο ‘Αρης Βελουχιώτης έφτασαν στη Λαμία επιβαίνοντες  «σ΄ένα αυτοκίνητο κλειστό» – θωρακισμένο λάφυρο, με τη συνοδεία από μια ομάδα μαυροσκούφηδων του    ‘Αρη, ενώ μια μέρα αργότερα ο «Καπετάν  Λευτεριάς» παρέλαβε τον στρατηγό Χατζημιχάλη και με το σύνδεσμό του και την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του ξεκίνησε από τη Χασιά για τη Λαμία, όπου η έδρα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Στη διαδρομή, στον αμαξιτό δρόμο προς τη Λαμία, συναντούσαν βρετανικά τμήματα που κινούνταν προς την Αθήνα, οπότε ο «Λευτεριάς» έστελνε τον  στρατηγό να κρυφτεί στα χόρτα ή σε κανένα χαντάκι και με τον οδηγό του προσποιούνταν ότι επιδιόρθωναν τη μοτοσυκλέτα. «Στις 3 του Δεκέμβρη, με μια μοτοσυκλέτα φτάνω στη Λειβαδειά. Λίγο αργότερα φτάνει και η διοίκηση της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, και αμέσως μετά φτάνουν ο ‘Αρης   με τον στρατηγό Σαράφη, με 9-10 μαυροσκούφηδες, μέσα σε 3-4 τζιπ», θυμάται και γράφει ο Γιώργος Χουλιάρας («Περικλής») και τρόπον τινά μας  παραπέμπει στη  δημοσιευμένη «?κθεσι Επιχειρήσεων Αττικής από 18.12.44 μέχρι 5.1.45 και σύμπτυξιν Μεραρχίας προς παλιάν περιοχήν της από 6.1.45 μέχρι 15.1.45» (ΧΙΙΙ Μεραρχία Στερεάς /Επιτελικόν Γραφείον ΙΙΙον), ώστε και άλλα περί αυτοκινήσεως στον ΕΛΑΣ να πληροφορηθούμε, αλλά και περί των μετακινήσεών της, ενδεικτικές  της σύγκρουσης για τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, σύγκρουση τεχνολογιών, εξάλλου, η οποία αναμφίλεκτα αποτυπώνεται στις δολιοφθορές στο οδικό δίκτυο, ναρκοθετήσεις και αποναρκοθετήσεις.    

Μια ματιά στην «αρχική κατάσταση της μεραρχίας», σε ό,τι εδώ μας ενδιαφέρει,  μας παραπέμπει στον Λόχο Μηχανικού, «κατανεμημένος εις έργα αποναρκοθετήσεως, κατασκευών οδών και περισυλλογής σιδηροδρομικού υλικού». Τα τμήματα της Μεραρχίας, μετά από   διαταγές  του Γενικού Στρατηγείου, κινούνται στις 2 και 3 Δεκεμβρίου, από διαφορετικά δρομολόγια,   από τη Λαμία προς τη Λειβαδιά και τη Θήβα και από εκεί προς Μάνδρα, Χασιά, Τατόι. Ο Σταθμός Διοικήσεως κινείται στον άξονα Λαμία-Λειβαδειά-Θήβα-Χασιά. Το Τμήμα Αυτοκινήτων σταθμεύει στη Θήβα και στη διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μάνδρα. «Το Τμήμα Αυτοκινήτων διέθετεν 7 μόνον αυτοκίνητα και με τον μικρόν τούτον αριθμόν εξετέλεσεν πλείστας όσας μεταφοράς στρατευμάτων, τροφίμων, πυρομαχικών, τραυματιών και ξένων μονάδων εφοδίων εν γένει έλξεως πυροβόλων», αλλά και μεταφορά βενζίνης εκ Πελοποννήσου.  Βενζίνη προμηθευόταν ο ΕΛΑΣ και από τη μαύρη αγορά, ενώ  βενζίνη ήταν αποθηκευμένη στις κεντρικές αποθήκες του ΕΛΑΣ στο Περιστέρι,  βενζίνη που οι σαλταδόροι είχαν υπεξαιρέσει, αλλά και εργαζόμενοι στα επιταγμένα από τους Γερμανούς εργοστάσια και συνεργεία επισκευών.

Με βενζίνη εφοδίαζε τη Μοίρα Αυτοκινήτων της ΧΙ Μεραρχίας Αυτοκινήτων του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία η 6η Μοίρα Θερμαϊκού- Χαλκιδικής του ΕΛΑΝ. 

Στις 30 --ή 29-- Αυγούστου 1944 σκάφη του 1ου Στολίσκου εντόπισαν ανοιχτά της Μονής Λαύρας ένα εγκαταλειμμένο σλέπι φορτωμένο με 150 τόνους βενζίνη, πετρέλαιο και ορυκτέλαια. Το ρυμούλκησαν επί 30 ώρες μέχρι το   Στρατώνι και τα καύσιμα παραδόθηκαν στον ταγματάρχη Βούρο, διοικητή της προαναφερθείσης  Μοίρας Αυτοκινήτων. 

Μια και αναφερόμαστε στο ΕΛΑΝ, βρίσκω ενδιαφέρον να σημειώσω πως οι τεχνικοί, στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την ταχύτητα των σκαφών,  πειραματίστηκαν με βενζινοκινητήρες, τροποποιημένους κινητήρες αυτοκινήτων, παρότι μαρτυρίες μιλούν για ευαίσθητο ηλεκτρικό σύστημα και υπερβολική κατανάλωση καυσίμου.

Αλλά και πετρελαιοκινητήρες από αυτοκίνητα χρησιμοποιήθηκαν.   «?ι Ελανίτες του Αιγίου [στις 19 Σεπτεμβρίου 1944] είχαν επιτάξει το καïκι του Νικολάρα από τα Τροιζόνια. Θα το χρησιμοποιούσαν για τις αποστολές του ΕΛΑΝ, αλλά η ταχύτητά του δεν ήταν ικανοποιητική», διαβάζουμε σε μια μαρτυρία, την οποία παραθέτει ο ιστορικός Δημήτρης Παπαδόπουλος. «Αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τη μηχανή με μια πιο μεγάλη πετρελαιοκίνητη από αυτοκίνητο. Για τη δουλειά αυτή επιστράτευσαν δύο μηχανικούς  Αιγιώτες, τον Σταυρίδη και τον Μάνθο Σιρικιάν. Μετά ξεκίνησαν για δοκιμές  ανάμεσα στο Λόγγο και τα Τροιζόνια, όταν είδαν να έρχεται ένα καραβόσκαρο ιταλικό [...] ‘Εκανε σ?μα στο καραβόσκαρο να σταματήσει. Αυτό δεν υπάκουσε. Όμως, το καΐκι με την ταχύτητα της νέας του μηχανής το πλησίασε και το ανάγκασε να σταματήσει».          

Η βενζίνη πάντοτε λείπει, «μας λείπει η βενζίνη να κινήσουμε τα λίγα αυτοκίνητά μας». Η βενζίνη λείπει και για την κατασκευή κοκτέιλ Μολότωφ, για αυτό οργανώνονται συνεργεία επιτάξεως , να προμηθευτούν, «με οποιοδήποτε τρόπο καύσιμα και λοιπά μέσα για κατασκευή φιαλών αντιαρματικών και εμπρησμού» - στις 18 Δεκεμβρίου το Α΄ΣΣ προωθεί 60 βαρέλια βενζίνη προς τη Λειβαδειά, «ίσως τα τελευταία».    

Πιθανόν και λόγω της έλλειψης βενζίνης, αλλά και «σωφέρ», ο ΕΛΑΣ καταστρέφει αυτοκίνητα που βρίσκει σε εργοστάσια που καταλαμβάνει: «Εις Προφήτην Ηλίαν Φαλήρου κατελήφθη το εργοστάσιον Κουγούλη, όπου ευρέθησαν […] μερικά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, άτινα κατεστράφησαν. Εις το Φάληρο, μετά των 172 αιχμαλώτων που συνελήφθησαν την 14.12.44, κατελήφθη και εν υπόστεγον αυτοκινήτων με 35 αυτοκίνητα και αρκετές μοτοσυκλέτες, άτινα ελλείψει σωφέρ και χρόνου κατεστράφησαν διά χειροβομβίδων».  

Η αυτή τακτική ακολουθείται και κατά τη σύμπτυξη.  Εξάλλου, όταν «οι οδοί βάλλονται κατά άξονα διά αυτομάτων και λοιπών βαρέων όπλων, τότε η προχώρησις γίνεται διά μέσου των οικοδομών των ευρισκομένων μεταξύ δύο παραλλήλων οδών από οικίας εις οικίαν διά διανοίξεως οπών εις τους τοίχους. Οι προχωρούντες, όταν φθάσουν εις το ύψος  των αντιστάσεων εκτοξεύουν κατ΄αυτών αιφνιδιαστικώς χειροβομβίδας, φιάλας βενζίνης και λοιπά μέσα πυρός συνοδεύοντες των ενεργειών τούτων και με έφοδον προς εξόντωσιν και σύλληψιν των αμυνομένων».

‘Αλλωστε, τα άρματα μάχης δέον όπως αντιμετωπίζονται με οδοφράγματα, για την κατασκευή των οποίων παρέχονται ενδιαφέρουσες οδηγίες, ενώ «προς παρεμπόδισιν των μηχανοκίνητων μέσων του εχθρού επιβάλλεται η πλήρης καταστροφή του οδικού δικτύου και των τεχνικών έργων

Με  μοτοσυκλέτες κινούνται οι αγγελιαφόροι-σύνδεσμοι του ΕΛΑΣ, αλλά και στελέχη, όπως ο Ορέστης Μακρής  με BCA, «με πολλά κυβικά», μόλις λίγες μέρες πριν την Απελευθέρωση επιταγμένη.   Με ταξί κινούνται στην Αθήνα τα στελέχη του ΚΚΕ, όταν δεν προτιμούν να πάνε πεζή στα ραντεβού, αλλά με ταξί και με φύλλα πορείας του ΕΔΕΣ προσπαθούν να διαφύγουν από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις» κρατούμενοι δωσίλογοι, προς τον Πειραιά και από εκεί στην Πρέβεζα.  Οι ταξιτζήδες, όπως και οι περιπτεράδες, οι λούστροι, μικρά παιδιά, συχνά με ποδήλατα, θα ΄ταν δεν θα ΄ταν δέκα χρόνων, συγκροτούσαν άτυπα , αλλά αποτελεσματικά δίκτυα πληροφοριών στην Καλλιθέα, στην Κοκκινιά, στην Καισαριανή.   

 Με αυτοκίνητα μεταφερόταν το έντυπο υλικό από τα παράνομα τυπογραφεία, στις κρύπτες, όπως αυτό που περιγράφει ο  ‘Αρης Αλεξάνδρου, όπως εκείνο της Καλλιθέας.  «Οι αυτοκινητιστές», λέει ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, «θεωρούσαν τιμή τους, παρά τον μεγάλο κίνδυνο, να μεταφέρουν έντυπο υλικό», διαδρομές που συνέδεαν τις υπόγειες διαδρομές της αντίστασης με τις επί των οδών διεκπεραιώσεις της,  και ύστερα, στον Δεκέμβρη, οι αυτοκινητιστές μετέφεραν πυρομαχικά, και η οργάνωση τροχιοδρομικών, κατά τις πρώτες 20 ημέρες των συγκρούσεως, έβγαζε αυτοκίνητο με χωνί, να ενημερώνει τον πληθυσμό. Με αυτοκίνητα συχνά μεταφέρονταν τα φύλλα του Ρήγα , όργανο της Πανθεσσαλικής του ΕΑΜ, κορωνίδα του θεσσαλικού τύπου της Αντίστασης. Τα πιεστήρια του έπαιρναν κίνηση από γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, που, με τη σειρά της, λειτουργούσε συνδεδεμένη με κινητήρα αυτοκινήτου, ύστερα από την Απελευθέρωση το τυπογραφείο μεταφέρθηκε στο μοναστήρι της Κορώνας στα χέρια και από εκείνο με αυτοκίνητα στην Καρδίτσα και μετά στον Βόλο. όπου εγκαταστάθηκε στα τέλη Οκτωβρίου  και οι κάτοικοι, από όπου περνούσαν τα αυτοκίνητα με το αποσυναρμολογημένο πιεστήριο, τα έραιναν με λουλούδια.   

Αλλά και ως ερωτική παγίδα χρησιμοποιήθηκε αυτοκίνητο. «?πάρχει η πληροφορία», γράφει ο Χανδρινός, «πως με τη βοήθεια μιας γυναίκας και ενός αυτοκινήτου που το οδηγούσε ο επικεφαλής της, Χριστόφορος Σωτηράκος [«Λάμπης»], η ΟΠΛΑ  Καισαριανής κατόρθωνε να παρασύρει μεθυσμένους και ερωτοχτυπημένους έλληνες και γερμανούς αξιωματικούς για εξόντωση στην περιοχή του ‘’Αγίου Πέτρου’’ (κατ΄ευφημισμόν), στις πλαγιές του Υμηττού»,   ενώ ύστερα από  ένοπλες επιθέσεις, οι δράστες χρησιμοποιούν αυτοκίνητα για να διαφύγουν, όπως μετά τη δολοφονία,  μέσα στο αυτοκίνητό του,  του υφυπουργού Εργασίας και διορισμένου Γενικού Γραμματέα   της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, Νικολάου Καλύβα, στις 27 Ιανουαρίου 1944 .

Με αυτοκίνητο φεύγει ο Γιάννης Ιωαννίδης για τη Μακεδονία, να ενημερώσει στη Βέροια τον Γιώργο Στρίγκο και τον Μάρκο Βαφειάδη, στο Κικλίς τον Πέτρο Ερυθριάδη και τον Στέργιο Αναστασιάδη, για την  απόφαση μελών του ΠΓ και της ΚΕ, όσων μπόρεσαν να συγκεντρωθούν στα Τρίκαλα, για την απόφαση να αποδεχθεί το ΚΚΕ τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

‘ Υστερα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η Καίτη Ζεύγου, η οποία, όπως και ο Γιάννης, ο σύζυγός της που σε λίγο στη Θεσσαλονίκη πρόκειται να δολοφονηθεί,  και σύντροφοί της γυρίζουν προς την Αθήνα, με αυτοκίνητα που οι αντιστασιακές οργανώσεις της Θεσσαλίας τούς είχαν προμηθεύσει για τούτη την   τρόπον τινά  παλιννόστηση. Τη φάλαγγα έκλεινε το επιτελείο του κινήματος.

  Στα  αυτοκινούμενα μέσα του ΕΛΑΣ   συναριθμούνται και   θωρακισμένα. Τα μόνα που διέθετε ο ΕΛΑΣ     δεδομένου του εξοπλισμού του αντιπάλου,  ήταν τα 2 Autoblinda 41 με πυροβόλο των 20 χλστ. της Μηχανοκίνητης Ίλης της Μεραρχίας Ιππικού , η οποία είχε συγκροτηθεί στην περιοχή Φαρσάλων. Τα οχήματα αυτά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν ούτε κατ’ ελάχιστο και εντέλει καταστράφηκαν από τα ισχυρότερα και πολυάριθμα άρματα μάχης Sherman MkIV του αντιπάλου,   ενώ καταγράφονται και μικρός αριθμός  γερμανικών τεθωρακισμένων, και ευάριθμα άλλα οχήματα.

Στον κατάλογο  περιλαμβάνονται «1 αλυσοφόρο, 1 αντιαρματικό, 1 αυτοκίνητο-συνεργείο με εργαλεία, 12 μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα, 3 κούρσες και 3 τρίκυκλες μοτοσυκλέτες», ενώ σε άλλες μάχες,εκτός αυτής στο Βελεστίνο,  «αρπάχτηκαν  μερικά ακόμα αυτοκίνητα από Γερμανούς».

Να σημειωθεί, εδώ, ότι η ύπαρξη αλυσοφόρων και αμφίβιων οχημάτων είχε ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο των οδεύσεων στη Θεσσαλία, ώστε να μπορούν οι Γερμανοί να περνούν τον Πηνειό, τη λίμνη Κάρλα και τα έλη που εκείνη την εποχή υπήρχαν στη Θεσσαλία. Ακριβώς ανάμεσα στις σιδηροδρομικές γραμμές, διαμέσου δημόσιων δρόμων, «ανάμεσα σε γερμανικά φυλάκια και περιπολίες γερμανικές με αμφίβια αυτοκίνητα που περνάνε τη λίμνη Κάρλα, αλυσοφόρα αυτοκίνητα που περνάνε στο χειρότερο λασπόδρομο, μοτοσυκλέτες, ποδήλατα, τερεζίνες», καραβάνια με τρόφιμα, από τρία δρομολόγια, από τον κάμπο εφοδίαζαν τους αντάρτες στα ριζά της Θεσσαλίας, σπάζοντας τον αποκλεισμό των Γερμανών τον Ιανουάριο του 1944  

Όταν  ο Λόχος Αυτοκινήτων  αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στα βουνά,  όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στις 11 Οκτωβρίου στην Καρδίτσα, όπου ο Λόχος, ενισχυμένος από ιταλικά φορτηγά Fiat, Spa και Mercedes, 18 τον αριθμό,  και πολλές μοτοσυκλέτες,  στάθμευε για να μεταφέρει τρόφιμα από τους κάμπους στα ορεινά, αποσυναρμολόγησε αρκετά από τα αυτοκίνητα.

«Τα θωρακισμένα αυτοκίνητα οδηγήθηκαν στο μικρό ποτάμι του χωριού Ραχούλα (υψωμ. 340)», αφηγείται ο αντάρτης Πέτρος Κατσίκας και παραθέτει ο Λάζαρος Αρσενίου. «Μέσα από την κοίτη του, κάτω από ψηλούς  και πυκνούς βατιώνας που τους ανασηκώναμε με σανίδια, πέρασαν τα οχήματα και στη συνέχεια καλύφθηκαν. Εξαλείψαμε τα ίχνη τους στην άμμο με καμουφλάζ επιτυχημένο. Οι Γερμανοί, που  πέρασαν ύστερα από δύο ημέρες, δεν τα ανακάλυψαν. Στην τοποθεσία Τσαρδάκι (υψωμ. 900), στη Νετρόπολη, όπου ο σταθμός του Λόχου, ήταν τρεις παρατημένες από χρόνια ασβεσταριές. Πέντε φορτηγά αυτοκίνητα σχεδόν διαλύσαμε εκεί.  Οι τροχοί τους, με τα μουαγιέ, τα ημιαξόνια, τα ταμπούρα, οι κεντρικοί άξονες, τα δυναμό, οι μίζες, οι τρόμπες πετρελαίου, τα ψυγεία, οι μπαταρίες και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να αφαιρεθεί από πάνω τους, τοποθετήθηκαν με προσοχή μέσα στις άδειες ασβεσταριές». Αφαιρέθηκαν, επίσης, και μερικές πόρτες από τα κουβούκλια και από τα αμαξώματα – «τις πετάξαμε παράμερα και έδειχναν για εγκαταλειφθέντα και λεηλατηθέντα είδη από αυτοκίνητα των Ιταλών». Μέσα στην ασβεσταριά τοποθετήθηκε και μια τρίκυκλη γερμανική μοτοσυκλέτα την οποία είχε φέρει χωροφύλακας από τη Λάρισα. Στη συνέχεια, οι αντάρτες κάλυψαν την ασβεσταριά με μπόλικες πέτρες. Οι Γερμανοί βρήκαν  τα διαλυμένα αυτοκίνητα, αλλά τα θεώρησαν άχρηστα και δεν τα αξιοποίησαν.  ‘Οσο για τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, «ένα μονοπάτι, που διαμορφώθηκε σε παρακαμπτήριο δρόμο προς την Καστανιά (υψωμ. 810), χρησίμευε για το πέρασμα μιας άλλης ομάδας 6-7 αυτοκινήτων». ‘Ολη τη νύχτα αγωνίζονταν οι αντάρτες μέσα στη λάσπη σπρ?χνοντας και τραβώντας με τριχιές ένα ένα όλα τα αυτοκίνητα σε ανηφορικούς δρόμους, στους οποίους δεν μπορούσαν τα οχήματα να ανεβούν. ‘Ενας Ιταλός οδηγός, «?σσος του βολάν», «αναλάμβανε και τα περνούσε από το τελευταίο επικίνδυνο σημείο». Οι δεξιοί τροχοί ίσα ίσα πατούσαν στην άκρη του δρόμου. Λίγο να γλιστρούσαν, τα αυτοκίνητα θα ανατρέπονταν και θα κατέληγαν  στην κοίτη του ποταμού. Εντέλει, στην Καστανιά  οι αντάρτες της Θεσσαλίας έκρυψαν μερικά ακόμα ανταλλακτικά. ‘Οσα αυτοκίνητα δεν έγινε εφικτό να διαλυθούν, τα βρήκαν οι Γερμανοί και τα έκαψαν. Μια άλλη ομάδα αυτοκινήτων έφτασε στο Σμόκοβο, φαίνεται ότι και αυτά διασώθηκαν.  

Το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα  και το συνεργείο του ΕΛΑΣ

Σε ό,τι αφορά στον αριθμό των αυτοκινήτων τα οποία διέθετε το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα κατά τη συγκρότησή του,  ο     Ιάσονας Χανδρινός,       προφανώς στηριζόμενος στα στοιχεία που παραθέτει ο   Αρσενίου,   συναριθμεί «16 φορτηγά αυτοκίνητα και τρία νοσοκομειακά, πέντε αυτοκίνητα , δεκατρείς τρίτροχες μοτοσυκλέτες και δύο δίτροχες» , τα δύο ιταλικά τεθωρακισμένα «και δύο  γερμανικά ερπυστριοφόρα»,  ο Αρσενίου υπολογίζει και ένα «μοτοσακό».  Στρατιωτικός διοικητής ήταν ο μόνιμος υπολοχαγός (ΠΒ) Μανώλης Χαλκιαδ?κης  και καπετάνιος ο Χαράλαμπος   Σουβλής (Ασπροποταμίτης). «Το σύνταγμα», συμπληρώνει και μας πληροφορεί ο Χανδρινός, «συμμετείχε στις μάχες των  Δεκεμβριανών, στον τομέα του Περιστερίου, της Κηφισιάς  και του Ρουφ-Πετραλώνων. Στις 23 Δεκεμβρίου τα δύο ιταλικά τεθωρακισμένα καταστράφηκαν από τους Βρετανούς στην οδό Πειραιώς, έξω από το εργοστάσιο Φωταερίου [Γκάζι].  Από τη μάχη διασώθηκε μόνο ο οδηγός Σωτηρίου, από τους παλιότερους αγωνιστές, με κομμένα και τα δυο του πόδια».  Διοικητής κατά τα Δεκεμβριανά ήταν ο ίλαρχος Καρβέλας. 

‘Εχει, θαρρώ, ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι «στις βαθειές χαράδρες της ‘Οθρυος» ο ΕΛΑΣ είχε εγκαταστήσει μικρό συνεργείο επιφορτισμένο με «την επισκευή, συντήρηση, κατάλληλη διευθέτηση και διαφύλαξη των μηχανών» και ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου , σε μάχη με τους Γερμανούς, ύστερα από ενέδρα στο δρόμο Δομοκός- Φάρσαλα,   στα λάφυρα του  Μηχανοκίνητου Συντάγματος  περιλαμβάνεται και  «ένα  τεράστιο, βαρύ φορτηγό, σαν βαγόνι, το κινητό συνεργείο της φάλαγγας». Στο εσωτερικό  του φορτηγού οι αντάρτες βρήκαν «εκατοντάδες εργαλεία, κλειδιά κάθε τύπου, σφυριά , μέγγενες, αμόνια, οξυγόνο, ανταλλακτικά, μια γεννήτρια και δύο μικρούς τόρνους που δούλευαν με την κίνηση της  μηχανής του αυτοκινήτου», σε μια περίοδο που «οι μηχανές γίνονται αντικείμενο λατρείας»  και «ανακαλύπτονται οδηγοί, τεχνίτες, αλβανομάχοι, καινούργιοι  [...] Δημιουργούνται  πληρώματα πριν μπουν σε κίνηση τα οχήματα», τα οποία ήταν πενήντα, σύμφωνα με τον     Αλέξη Σεβαστάκη, περισσότερα, επομένως, από όσα συναριθμεί ο Χανδρινός –  το θέμα, φυσικά, παραμένει ανοιχτό.  «Με αυτόν τον τρόπο, η απελευθέρωση βρήκε την Ταξιαρχία Ιππικού να διαθέτει αρκετά μέσα και τους αρχικούς μηχανοκίνητους πυρήνες των τμημάτων, ώστε μέσα σε λίγες μέρες να συγκροτηθεί ολόκληρη μηχανοκίνητη επιλαρχία, με δύναμη τετρακοσίων ανδρών»   –το μάχιμο της μονάδας εμφαίνεται και από το γεγονός στις 13 Ιανουαρίου 1944, η Ταξιαρχία επιχείρησε αιφνιδιαστική επίθεση «κατά μηχανοκινήτου βρεττανικής φάλαγγος βορ. Αγίου Κωνσταντίνου» και συνέλαβε 8 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, 2 βαρέα τανκς και ευάριθμους [sic] αιχμαλώτους, όπως η Εκθεση Σιάντου μάς πληροφορεί.   

Αξίζει, ακόμα, μνείας και το θωρακισμένο αυτοκίνητο Lancia IZ εξοπλισμένο με 3 πολυβόλα Fiat των 8 χλστ., το οποίο  συμμετείχε στη δύναμη του Συντάγματος Χωροφυλακής στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, όχι τόσο γιατί συνέβαλε στην ομώνυμη μάχη (αφού ακινητοποιήθηκε από μερικές χειροβομβίδες)  , όσο για τη σπανιότητά του, μιας και ήταν κατάλοιπο του Πρώτου  Παγκοσμίου πολέμου (και συνομήλικο των προπολεμικών Peerless), γεγονός που καταδεικνύει ότι στα ήσσονος σημασίας θέατρα επιχειρήσεων, όπως η Ελλάδα, τα Βαλκάνια και αλλού, γινόταν χρήση οποιουδήποτε υλικού, οσοδήποτε παλιό κι αν ήταν.

Αλλά ο έλεγχος  του δημόσιου χώρου της πόλης ήταν αυτός που κυρίως έκρινε την εξέλιξη των Δεκεμβριανών, της «Μάχης της Αθήνας», σύμφωνα με τη  βρετανική ιστοριογραφία. Αποκεί και πέρα  η συντριπτική υπεροπλία των ελληνοβρετανικών δυνάμεων, σε εξοπλισμό και μηχανοκίνητα μέσα, καθόρισε το αποτέλεσμα. Η ηγεσία της Αριστεράς χαρακτηρίστηκε από πολεμική αναποφασιστικότητα, από  τουλάχιστον έκκεντρο στρατηγικό σχεδιασμό και παλινωδίες, «με διαφορετικούς  χρόνους μεταξύ πολεμικών και πολιτικών σχεδιασμών», ενώ το γεγονός ότι το  ξέσπασμα των Δεκεμβριανών βρήκε ανέτοιμο τον ΕΛΑΣ επιβεβαιώνει την απουσία οργανωμένης επιχείρησης για την κατάληψη της Αθήνας, παρότι στρατιωτικό σχέδιο, όπως είδαμε, υπήρχε. Ωστόσο, δεν είχε  προετοιμαστεί κανένα οργανωμένο σχέδιο. Μέχρι της 2 Δεκεμβρίου, για παράδειγμα, δεν είχε γίνει η παραμικρή μετακίνηση  

μονάδας του ΕΛΑΣ, ούτε κάποια προπαρασκευή. «Αν είχαν τη στοιχειώδη λογική οι  ελασίτες, θα μας διαπερνούσαν όπως το μαχαίρι μέσα από το βούτυρο, απευθείας στο κέντρο της Αθήνας», σημείωνε χαρακτηριστικά ο λοχαγός  Maurice Anthony Ash της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας αναφερόμενος στις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών.              

Η ηγεσία του ΚΚΕ  αποφάσισε την ένοπλη ρήξη χωρίς να κινητοποιήσει  το μεγαλύτερο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, ενώ  έστειλε  τις εμπειροπόλεμες μονάδες στην Ήπειρο, για να διαλύσουν τον ΕΔΕΣ. Επιπλέον, η ηγεσία του ΚΚΕ μάταια περίμενε  υποστήριξη και βοήθεια από την ΕΣΣΔ και τα κομμουνιστικά κόμματα των γειτονικών χωρών,  αν και όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν  στο συμπέρασμα ότι  η ηγεσία του ΚΚΕ αυταπάτο. Η επιλογή της εν λόγω ηγεσίας να προβεί σε επίδειξη ισχύος, ώστε να έχει το πολιτικό πλεονέκτημα, υποτίμησε την αποφασιστικότητα της βρετανικής κυβέρνησης να προασπίσει τα συμφέροντά της στην Ελλάδα. Οι Βρετανοί, βέβαια, υποτίμησαν αρχικά τη δύναμη και  τη δυναμική του ΕΛΑΣ  και την υποστήριξη του πληθυσμού των συνοικιών, ενώ, αντίστροφα, υπερεκτίμησαν τις

 δικές τους στρατιωτικές δυνατότητες. Έτσι, αναγκάστηκαν να φέρουν εσπευσμένως   ενισχύσεις από το μέτωπο της Ιταλίας. Η έλλειψη σαφούς  στρατηγικής για την αντιμετώπιση των βρετανικών στρατευμάτων, αλλά και η απροθυμία πολλών ανταρτών να πολεμήσουν αρχικά κατά των μέχρι πρόσφατα συμμάχων τους  οδήγησε σε ένα  «παράδοξο πόλεμο», για να χρησιμοποιήσουμε το χαρακτηρισμό του  αντισυνταγματάρχη H.J. Chappell,   και επέτρεψε στους Βρετανούς να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους και αν περιμένουν τις απαραίτητες ενισχύσεις, ενώ ήδη η μάχη για τον  έλεγχο του δημόσιου χώρου,  όπως είδαμε,  είχε για τον ΕΛΑΣ χαθεί. Η 23η Ταξιαρχία απέκτησε το προσωνύμιο «Υπηρεσία Ταξί Αθηνών», χάρη στην ελευθερία κίνησης των τεθωρακισμένων οχημάτων της στον άξονα Αθηνών-Φαλήρου, χάρη και στη δράση της RAF, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχε μόνον τρεις απώλειες σε 1.655 πτήσεις.   

Κατά τα λοιπά, ο  Churchill ήταν σαφής: «Τι να την κάνω την Μπολόνια, αν χάσω την Αθήνα;».

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο:  Dimitri  Kessel. Ελλάδα του ΄44, εκδ. Άμμος, 1994.