Mary Quant - MINI: Το αυτοκίνητο που έδωσε το όνομά του στη... mini φούστα!


Στις 10 Ιουλίου 1964, η Μαίρη Κουάντ παρουσίασε την κολεξιόν της από μίνι φούστες. Οδηγούσε η ίδια Μίνι, αυτό το αυτοκίνητο που ήταν  είκοσι χρόνια μπροστά από την εποχή του και έδωσε το όνομά του  στο εμβληματικό  φόρεμα της.  

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ
  • 21/6/2021

Η κινητήρια δύναμη  που ώθησε την Κουάντ να ξεκινήσει την επανάστασή της στην ήρεμη, καλλιτεχνική συνοικία του Τσέλσυ ήταν ο γάμος της με τον Αλεξάντερ Πλάνκετ Γκρην, ένα Βρετανό παλαιάς κοπής, ο οποίος ενσάρκωνε το ανατρεπτικό πνεύμα της δεκαετίας ου 1960. ήταν γόνος μιας οικογένειας εμιγκρέδων, ανάμεσα στους εραστές και φίλους της οποίας συναριθμούνταν ετερόκλητες προσωπικότητες, όως ο Μπέρναρντ Ράσσελ και ο συγγραφέας Ίβλιν Γουό. Η Κουάντ γοητεύτηκε από τον Πλάνκετ. Γεννημένη το 1943, σπούδασε στο Γκόλντσμιθ, ύστερα από συμβιβασμό με ους εξοργισμένους  γονείς της,  οι οποίοι είχαν πιστέψει ότι θα μπορούσαν να στρέψουν  την τάση που η νεαρά είχε να σχεδιάζει ρούχα προς  μια καριέρα  καθηγήτριας τεχνικών ή άτι αντίστοιχο. Η Κουάντ είχε μεγαλώσει σε διάφορα μέρη στη Βρετανία, καθώς οι γονείς είχαν διδάξει σε  σχολεία στο Κεντ στην Ουαλία και στο Μπλάκχιθ, στη Σκωτία. Η Κουάντ έγινε ζευγάρι με τον  Πλάνκετ Γκριν και γύρω τους σχηματίστηκε μια αλλοπρόσαλλη παρέα, γνωστή ως «ο Κύκλος του  Τσέλσυ».

Όπως ακριβώς η Εποχή της Τζαζ, η Γενιά των Μπητ, τα Swinging London, ο Κύκλος του Τσέλσυ ήταν δημιούργημα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, των κουτσομπλίστικων περιοδικών και των αρθρογράφων τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, σε μερικές παμπ, σε κάποια παμπ, κλαμπ και καφέ, κυρίως  στην Κινγκς Ρόουντ, κάποιοι νέοι άνθρωποι, πολλοί  από αυτούς γόνοι αριστοκρατιών οικογενειών,  άρχισαν να ζουν γρήγορα και έκκεντρα σε σχέση με τα βρετανικά ήθη της εποχής. Ντύνονταν εκκεντρικά, με πολύχρωμα στενά παντελόνι και φαρδιά πουκάμισα, διοργάνωναν μεταμεσονύχτια πιζάμα πάρτυ, ακόμα  στη Σερκλ Λέιν του Υπόγειου Σταθμού της Βρετανικής πρωτεύουσας, φορούσαν ακόμα και μπλουτζήν, που μέχρι τότε μόνον μέλη της εργατικής τάξης φορούσαν.  «Για να ανήκεις στον κύκλο, έπρεπε να είσαι πλούσιος,  αστείος ή διάσημος, ή τουλάχιστον διαβόητος», θυμάται ένας από τα μέλη του κύκλου.

Τα μέλη του κύκλου συχνά πυκνά συνέκλιναν  προς τον μποέμικο θύλακα του Τσέλσυ, όπου ένιωθαν μια ενέργεια πολύ διαφορετική από αυτήν την οποία προοιωνίζονταν τα χασμουρητά μετά τα γεύματα  του Χάρολντ ΜακΜίλαν, για τα οποία, εξάλλου, ο τελευταίος ήταν τόσο υπερήφανος. Στο Τσέλσυ, όπως και στο Σόχο, ήταν σ΄γουρο ότι θα συναντήσεις καλλιτέχνες, αλά κι τρελάρες, όπως, επίσης, και πόρνες, προαγωγούς, διακινητές ναρκωτικών και ανθρώπους του υποκόσμου. Στο Σόχο μπορούσες να ακούσεις  θαυμάσια τζαζ, να γευτείς θεσπέσια έθνικ κουζίνα, να πιεις μέχρι τελικής πτώσεως. «Νομίζω ότι όλα προέκυψαν από μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, η οποία εξελίχτηκε σε μια σοβαρή προσπάθεια απόδρασης από τα καθιερωμένα πρότυπα.  Ήταν  η πρώτη αληθινή ένδειξη για μια  ριζική αλλαγή προοπτικής», θυμάται η Κουάντ. «Είχαμε  την έντονη αίσθηση ότι αποτελούσαμε μαι απομονωμένη ομάδα, επειδή στο Τσέλσυ δεν συνέβαιναν και πολλά», συνεχίζει η Κουάντ, «έτσι, αρχίσαμε να κυκλοφορούμε μαζί». 

Από μικρό κορίτσι, η Κουάντ σχεδίαζε τα δικά της ρούχα. «Μεγάλωσα με την ιδέα ότι δεν ήθελα να μεγαλώσω. Το να μεγαλώσω σήμαινε ότι θα έπρεπε να φοράω γόβες στιλέτο και κορσέ, να έχω ξασμένα μαλλιά και μεγάλο στήθος.  Όλα αυτά τα έβρισκα απαίσια», ο λόγος πάλι στην Κουάντ. «Πίστευα ότι τα παιδιά ήταν ελεύθερα και συνετά, ενώ οι μεγάλοι αποκρουστικοί», συνεχίζει.

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εκείνη και ο Πλάνκετ Γκριν είχαν την ιδέα να στήσουν μαζί μια επιχείρηση, αποφάσισαν να ανοίξουν μια μπουτίκ για νεαρές γυναίκες στο Τσέλσυ, όπου οι νέες γυναίκες θα μπορούσαν να βρουν κοσμήματα, ρούχα, αξεσουάρ, καπέλα τα ποία η ίδια η Κουάντ σχεδίαζε.  

Ο Γκριν και η Κουάντ ένωσαν τις δυνάμεις τους με  τον ‘Αρτσι  ΜακΝέαρ, ιδιοκτήτη του Fantasy, ενός στεκιού  στην Κινγκς Ρόουντ. Τον Νοέμβριο του 1955 η μπουτίκ που τόσο επιθυμούσε η Κουάντ άνοιξε τις πόρτες της στο κοινό σε αυτόν ακριβώς τον δρόμο.  Εκεί σχεδίαζε ρούχα και κοσμήματα:  «Το ατελιέ της ήταν ο δρόμος», θυμάται ο Βιντάλ Σασσούν, ο κομμωτής των ΄60s. 

H μπουτίκ της Κουάντ έγινε σημείο αναφοράς, το ίδιο και τα ρούχα της. Έτσι, το 1962 άρχισε  να εξάγει τα προϊόντα της στις ΗΠΑ. Δύο χρόνια αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1964, μέρα Παρασκευή,  παρουσίασε την πρώτη της κολεξιόν με μίνι φούστες. Την πατρότητα του μίνι διεκδικούν και ο Αντρέ Κουρέζ (1923-2016), που πρότεινε ασύμμετρες φούστες,  χαμηλότερα πανταλόνια,  ψηλές μπότες και πρώτος έβγαλε το μίνι στην πασαρέλα,  και ο Βρετανός  Τζον Μπέιτς (1938-), αλλά η Κουάντ είναι η πρώτη που παρήγαγε μαζικά το μίνι. 

Η Μαίρη Κουάντ πιστώθηκε την επινόηση αυτού που ονομάστηκε «μίνι» και παρ΄ όλο που ποτέ δεν το δήλωσε ανοιχτά, δεν είχε την παραμικρή αντίρρηση να ταυτιστεί με το συγκεκριμένο λουκ και να το αναπαραγάγει σε όλο και πιο κοντή εκδοχή από σεζόν σε σεζόν. «Αν δεν έκανα τις φούστες αρκετά κοντές,  θα τις κόνταιναν  οι ίδιες οι πελάτισσες», έχει πει. . Εξάλλου, η νέα μόδα, σήμα της εποχής και των καιρών, της «σύντομης δεκαετίας του ΄60», δεν απευθυνόταν μόνο σε  μοντέλα, για τα οποία σχεδίαζε η Κουάντ.  Για παράδειγμα, η Λιν Ρεντγκρέιβ, που ποτέ δεν πίστευε, λόγω ύψους,  ότι μπορούσε να ακολουθήσει τη μόδα, λάτρεψε τη νέα τάση: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου  εκτίμησα το γεγονός ότι ήμουν ψηλή, επειδή για πρώτη φορά ήταν πολύ της μόδας να φοράς πολύ ψηλά τακούνια και πολύ ψηλή φούστα, ακόμα κι αν δεν σου πήγαινε πάρα πολύ. Ήταν πολύ απελευθερωτικό, ειδικά για μένα, που ένιωθα ντροπαλή και ανασφαλής για το σώμα και την εμφάνισή μου. Σου έδινε κάτι για να κρατηθείς, κάτι με το οποίο μπορούσες να μετασχηματίσεις τον εαυτό σου». Πράγματι, αναστέναξε ένας δημοσιογράφος, «το μίνι είναι κάτι μαγικό. Ξαφνικά όλες οι γυναίκες είχαν γίνει ελκυστικές. Το πρώτο πράγμα που πρόσεχες επάνω τους ήταν τα πόδια τους [...] Και την είχες πατήσει...». 

Πράγματι, «τα ρούχα έτυχε να είναι αυτό ακριβώς που ήθελαν οι νέοι. Ταίριαζαν με τους δίσκους της ποπ, τα εσπρέσο μπαρ, τα τζαζ  κλαμπ, τα νεανικά περιοδικά. Η μίνι φούστα επέτρεπε στα κορίτσια να χορεύουν, να κινούνται, να ζουν. Στο παρελθόν, μόνον οι πλούσιοι και το κατεστημένο καθόριζαν τη μόδα. Τώρα η μόδα είναι υπόθεση ενός κοντού, φθηνού φορέματος. Το καλό γούστο είναι ζωή, η κακογουστιά θάνατος», υπερθεματίζει η  Κουάντ.  Η οποία, εννοείται, οδηγούσε Μίνι, που βγήκε, θυμίζω, πρώτη φορά από τη γραμμή παραγωγής  τον Ιούλιο του 1958, και από το οποίο η μίνι φούστα πήρε το όνομά της.