Το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου σταμάτησε στις 13.55'


Σαν σήμερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, ο Albert Camus, έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο δρόμο προς το Παρίσι. Ήταν μόλις 46 χρόνων. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ήταν μια Facel-Vega, την οποία οδηγούσε ο εμβληματικός εκδότης Michel Gallimard. Εποχούμενοι, βιογραφούμε κάθε φορά τον κόσμο από την αρχή. 

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ, ΦΩΤ.: ΑΡΧΕΙΟ.
  • 4/1/2024

Τους  τελευταίους μήνες του 1959, ο Albert Camus - με τον οποίον, εννοείται, δεν χρειάζεται να συστηθούμε...- βρίσκεται με την οικογένειά του, τη γυναίκα του Φρανσίν Φορ, μαθηματικό και φυσικό, και τα δίδυμα παιδιά τους στην Γκραντ ρυ ντε λ΄Εγκλίζ στο Λουρμαρέν, ένα χωριό μερικών εκατοντάδων κατοίκων στην Προβηγκία, στο εξοχικό του σπίτι, που είχε αγοράσει ο συγγραφέας με τα χρήματα της επιταγής η οποία συνόδευε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957. 

Δουλεύει το μετά θάνατον εκδοθέν μυθιστόρημά του «Ο πρώτος άνθρωπος», αφιερωμένο στην πρώτη σελίδα του χειρογράφου στη μητέρα του: «Για σένα, που ποτέ δεν θα μπορέσεις να διαβάσεις αυτό το βιβλίο». Αποφασίζει να παραμείνει στην Προβηγκία και για τις γιορτές των Χριστουγέννων και την Πρωτοχρονιά. 

Στις 29 Δεκεμβρίου 1959, ο Camus γράφει στην αγαπημένη Μι, με την οποία ο Camus έκανε συχνά πυκνά βόλτα με  το αυτοκίνητό του, μια Citroen 11, τη «Δεισδαιμόνα» και μετά «Πηνελόπη», στους λόφους γύρω από το σπίτι στο Βωκλύζ, όπου το Λουρμαρέν, στο κέντρο του τριγώνου Αιξ-Αβινιόν-Απτ. Επέμενε ο συγγραφέας της Πανούκλας στην 11 και αρνήθηκε μια DS που η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία τού είχε προσφέρει όταν τιμήθηκε με το Νόμπελ, γαντζωμένος μια ζωή από όσα αγαπά. 

Η Μι βρίσκεται στη Δανία και επιστρέφει στο Παρίσι: «Αυτός ο φρικτός αποχαιρετισμός θα μας κάνει τουλάχιστον να νιώσουμε όσο ποτέ άλλοτε την ακλόνητη ανάγκη που έχουμε ο ένας για τον άλλον. Το ήξερα από πριν, τώρα το ξέρω ακόμη καλύτερα. Δοξάζω την εξάρτησή μου και σε περιμένω, γεμάτος δύναμη και πάθος, ναι, σε περιμένω διαρκώς, πολυαγαπημένη μου, κοριτσάκι μου, ακριβή μου ερωμένη. Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, θα μας χωρίζουν μόλις δυο τρεις μέρες» - παραθέτει ο Ολιβιέ Τοντ στη μνημειώδη βιογραφία του για τον συγγραφέα του Ξένου 

Την επόμενη ημέρα, ο συγγραφέας του Ξένου - της ιστορίας του Meursault, ενός ανθρώπου που το όνομά του παραπέμπει σε μια βουτιά (saut) στον θάνατο ( meur)- γράφει στον έρωτά του, στην ηθοποιό Κατρίν Σελέρ: «Ο καιρός είναι καλός, φυσάει αέρας κι ελπίζω να πάρει μαζί του και το κρύωμά μου. Έκλεισα τους φακέλους μου. Δεν είναι δυνατόν να δουλέψω σοβαρά με μια οικογένεια και συνεχείς επισκέψεις... Θα ζήσω λοιπόν ξένοιαστος μέχρι τη Δευτέρα. Θα προσπαθήσω να ξαναρχίσω στο Παρίσι, ή αλλιώς, προς μεγάλη μου λύπη, θα πρέπει να ξαναφύγω». 

«Χωρίς εσένα, θέλω να πεθάνω»

Η αγάπη, μας έχει δείξει ο συγγραφέας μας, όσο προχωρά, αφιδώλευτη ένα δάνειο είναι που συνάπτεται με υποθήκη το μέλλον. Η αγάπη, πράγματι, δεν αφήνει πίσω της χαρακώματα. Αγάπη σημαίνει την ανάγκη να προστατέψουμε, να θρέψουμε με τις αισθήσεις, να προφυλάξουμε για να προφυλαχτούμε. Φιλέταιροι να γίνουμε, πάει να πει, φιλάνθρωποι, ζηλόφθονα να προφυλάξουμε την υλοφροσύνη, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε και να εγκλωβιστούμε – πάντοτε, ο Camus μάς θυμίζει, με το ανταρτεμένο έργο του και τον εμπύρετο βίο του, να ψάχνουμε μια αγκαλιά, η αγάπη να πληρώνεται, να εκτελωνίζεται και να εκπληρώνεται, να ευλαβούμεθα στον πληθυντικό, να καταφάσκουμε στον τόπο της κλητικής. Μια ικεσία πάντοτε είναι η αγάπη. 

Ιδού. Την ίδια εκείνη ημέρα ο συγγραφέας γράφει στην, επίσης, ηθοποιό Μαρία Καζαρές, το φλογερό του πάθος, με την οποία μέσα σε 15 χρόνια αντάλλαξαν 865 επιστολές - «Χωρίς εσένα, θέλω να πεθάνω»: «Τελευταίο γράμμα. Μόνο για αν σου πω ότι έρχομαι την Τρίτη, οδικώς, θα φύγω με τους Gallimard τη Δευτέρα. (Περνούν από εδώ την Παρασκευή. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις φτάσω, αλλά μπορούμε να κανονίσουμε από τώρα κιόλας να φάμε μαζί το βράδυ της Τρίτης [...].) 

»Σου στέλνω αμέτρητες τρυφερές ευχές  και είθε η ζωή να αναβλύζει από μέσα σου όλο το χρόνο, δίνοντάς σου αυτό το προσφιλές πρόσωπο που τόσα χρόνια αγαπώ (που αγαπώ όμως κι όταν σκοτεινιάζει, και παντοιοτρόπως [...]). Σε φιλώ και σε σφιχταγκαλιάζω μέχρι την Τρίτη, όπου όλα θα ξαναρχίσουν». 

Στις 31 Δεκεμβρίου, πάλι στην Κατρίν Σελέρ: «Αυτό είναι το τελευταίο μου γράμμα, γλυκιά μου. Σου εύχομαι μια χρονιά που θα σου γεμίσει την καρδιά, μαζί μ΄ ένα στεφάνι τρυφερότητας και δόξας... Προς το παρόν, επιστρέφω [...] Θα τα πούμε την Τρίτη, αγαπημένη μου, σε φιλώ και σου εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου [...]». 

Η οικογένεια Camus εορτάζει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η προβηγκιανή παράδοση επιτάσσει 13 επιδόρπια, φουγκάς, πορτοκάλια, μανταρίνια, σύκα, αμύγδαλα. «Είσαι η αδελφή μου», λέει τρυφερά στη γυναίκα του, «μου μοιάζεις, αλλά δεν πρέπει κανείς να παντρεύεται την αδελφή του». 

Η Facel-Vega  στο δρόμο για το Παρίσι

Τη Πρωτοχρονιά ο εκδότης και καλός φίλος τού Camus, ο Michel Gallimard, η γυναίκα του Ζανίν και η κόρη τους Αν μαζί και ο σκύλος τους φτάνουν  στην Προβηγκία από το Γκρας εποχούμενοι στο Facel-Vega του Gallimard. Η Facel-Vega είχε ιδρυθεί το 1939 από τον Ελληνογάλλο Jean Daninos και δραστηριοποιήθηκε από το 1954 έως το 1964. O εν λόγω είχε ιδρύσει χυτήριο και εργοστάσιο επεξεργασίας μετάλλων, τη Forges et Ateliers de Construction d’ Eure-et-Loire, από όπου και το ακρωνύμιο της εταιρείας

Το μοντέλο FV3, το αυτοκίνητο του Gallimard, με αριθμό πλαισίου 58-228, είχε κινητήρα Hemi V8 της Chrysler (DeSoto Firedome) χωρητικότητας 4.5 λίτρων και απόδοσης 193 ίππων, με την τελική ταχύτητα να φτάνει στα 193 χλμ. ανά ώρα, με μηχανικό κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων. Θεωρείτο η επιτομή της πολυτέλειας σε τέσσερις τροχούς. Παρήχθησαν μόλις 357 αντίτυπα και ιδιοκτήτες ενός από αυτά τα αριστουργήματα σε τέσσερις τροχούς υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Picasso, η Ava Gardner, ο Stirling Moss, o Ringo Star, o Tony Curtis, o Maurice Trintignant,  o Francois Truffaut, η Joan Fonetine. 

Στις 2 Ιανουαρίου, ο Αλμπέρ συνοδεύει τη Φρανσίν και τα δίδυμα στο σταθμό της Αβινιόν, να πάρουν το τρένο. Ο Gallimard επέμενε να ταξιδέψει ο Camus μαζί τους οδικώς για το Παρίσι. 

Στις 3 Ιανουαρίου η οικογένεια Gallimard, ο σκύλος τους και ο Καμύ επιβιβάζονται στο αυτοκίνητο του Gallimard. Ο Camus έχει μαζί του στο χαρτοφύλακά του το χειρόγραφο του Πρώτου ανθρώπου, 140 πυκνογραμμένες σελίδες. Αρχίζει το ταξίδι προς τον θάνατο, μήτρα όλων των αφηγήσεων, δοκιμή και ύστερη δοκιμασία αυτογνωσίας.

Η παρέα  κινείται στην Εθνική οδό 7, γευματίζουν στην Οράγγη, σταματούν σε ένα πανδοχείο κοντά στο Μακόν, δειπνούν, κοιμούνται. Αναχωρούν την άλλη μέρα το πρωί, 4 Ιανουαρίου, διανύουν 300 χλμ., τρώνε ελαφρά στο Σαν, επικρατεί ευθυμία, οι Gallimard πειράζουν τον νομπελίστα συγγραφέα για τις γυναίκες του, πώς καταφέρνει και όλες τις κάνει ευτυχισμένες... Οδηγεί ο Gallimard, o Camus δίπλα του. 

Είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα έξω από το Σαν, στην Εθνική οδό 5, μεταξύ  Σαμπινύ-συρ-Υόν και Βιλνέβ-λα-Γκυγιάρ, το Facel γλιστρά, ο Gallimard χάνει τον έλεγχο, το αυτοκίνητο παρεκκλίνει, βγαίνει από το δρόμο, κτυπά σε ένα πλάτανο, πέφτει σε άλλο δρόμο, διαλύεται. Ο Gallimard τραυματίζεται σοβαρά, οι δύο γυναίκες δεν παθαίνουν τίποτα. Ο Camus σκοτώνεται επιτόπου. Όπως και ο σκύλος. 

«Τα φιλιά δεν τα ΄νιωθε πια»

Σε ένα χωράφι το ρολόι του ταμπλό σταματημένο δείχνει 2 παρά 5 το μεσημέρι. Δίπλα ο χαρτοφύλακας με τα χειρόγραφα του Πρώτου ανθρώπου, ακόμη μια ανανέωση της πίστης στο θαύμα της ετερότητας, της πίστης που μας συνέχει, μας ενώνει, μας συνεγείρει, μας συναιρεί, όπως το ρήμα αγαπάω συναιρείται στο αγαπώ, ιδίως όταν κόβει ο θάνατος για να μοιράσει ο χρόνος, όπως στο μυθιστόρημα ο Ταχυδρόμος κτυπάει πάντα δύο φορές του Τζέημς Μ. Κέην, γαλλική μετάφραση του οποίου έκανε την εμφάνισή της το 1936, και ενέπνευσε τον Ξένο - ο Camus το διάβασε το 1939. Με την ερημιά ενός βενζινάδικου στα μάτια ξεκινά η Λάνα Τέρνερ, η Κόρα.

Στην ομότιτλη ταινία του Τέι Γκάρνετ (1946), με προορισμό το Σαν Φρανσίσκο. Στην έξοδο για την πόλη, όμως, ο ταχυδρόμος κτύπησε μία φορά: «Το μέρος που είχαμε πάει για μπάνιο ήταν κάνα δύο μίλια από τη Σάντα Μόνικα [...] Προσπέρασα ένα μεγάλο φορτηγό . Στο πίσω μέρος του είχανε γράψει: ‘’Πάτα την κόρνα σου και ο δρόμος είναι δικός σου’’. Πάταγα την κόρνα σαν τρελός και το φορτηγό εξακολουθούσε να πηγαίνει στη μέση. Δεν μπόρεσα να προσπεράσω από αριστερά, γιατί θα έπεφτα στο αντίθετο ρεύμα [...] Έφυγα λοιπόν δεξιά κι έδωσα γκάζι. Η Κόρα ούρλιαζε. Το προστατευτικό τοίχωμα δεν πρόλαβα να το δω. Ακούστηκε ένας φοβερός κρότος  κι έπειτα όλα χάθηκαν στο σκοτάδι. Όταν συνήλθα, ήμουν στριμωγμένος κάτω, δίπλα στη ρόδα, με την πλάτη μου στο εμπρός μέρος του αυτοκινήτου. Έμοιαζε με βροχή σε τενεκεδένια στέγη, άλλα δεν ήταν. Ήταν το αίμα της που έσταζε στο παρμπρίζ, εκεί που ‘χε βρεθεί, καθώς πέρασε μέσα από το τζάμι [...] Την ανασήκωσα και προσπάθησα να σταματήσω το αίμα, ενώ ταυτόχρονα της μίλαγα κι έκλαιγα και τη φιλούσα. Αλλά τα φιλιά δεν τα ένιωθε πια. Είχε πεθάνει», διαβάζουμε, αφού οδηγήσαμε μαζί μαζί με τον Φρανκ στον δρόμο προς την έξοδο. 

Οδήγηση και ανάγνωση, σχεδόν ξεχασμένες τέχνες και οι δύο, προϋποθέτουν εγρήγορση, πνευματική ετοιμότητα, βλέμμα προσηλωμένο, καλά αντανακλαστικά. Μια αυτοκινούμενη διαδρομή από ένα σημείο σε ένα άλλο, όπως και ένα βιβλίο, είναι ταξίδια από τόπο σε τόπο, πίσω μπρος, από την αρχή στο τέλος που μπορεί να είναι η αρχή, από ένα άνθρωπο στον έτερο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου και ο αναγνώστης είναι άνθρωποι μονάχοι. Όπως οι ερωτευμένοι, όπως ο Gallimard, όπως ο Camus, όπως όλοι εμείς. Και όπως οι ερωτευμένοι, αυτό που απεκδύονται είναι ο εαυτός τους για να ενδυθούν με του άλλου τη σάρκα, έτσι και με το αυτοκίνητο γινόμαστε ένα, ψυχή τε και σώματι.

Οδηγούμε για να κατασκευάσουμε χώρο, να βρούμε δικό μας τόπο, να ημερέψουμε, να επιστρέψουμε στα δικά μας, όπως ο Gallimard και ο Camus στο Παρίσι. Όπως ο Camus στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν οδήγησε ένα από τα αυτοκίνητα της εφημερίδας όπου εργαζόταν,  της Paris-Soir, στο Κλερμόν Φεράν, να διαφύγουν. Eκεί, στο Κλερμόν Φεράν, θυμούνται οι συνάδελφοί του τον Albert, να βγαίνει από το αυτοκίνητο που είχε μείνει από βενζίνη, λάδι και νερό, να βγαίνει από το αυτοκίνητο που κάπνιζε και πάραυτα να επιστρέψει να διασώσει το χειρόγραφο του Ξένου, το δικό του, κατάδικό του, μεγάλο ταξίδι. Όπως ο Gallimard και οι δεκατρείς εργαζόμενοι στον εκδοτικό οίκο από το Σαρτιλί στη Νορμανδία το 1940, νότια στην Καρκασόν, με ένα Citroen Traction Avant,  το αυτοκίνητο που τότε ο εκδότης προτιμούσε, και ένα φορτηγό, αν διασώσουν τον εκδοτικό οίκο, να εκδώσουν  τον Ξένο - οι τελευταίες σελίδες της πρώτης έκδοσης βγήκαν από τα πιεστήρια στις 21 Απριλίου 1942.

Πράγματι, όσοι νιώθουν ότι θα φύγουν για Αλλού, ο σκαμμένος από τη φυματίωση Albert Camus, λόγου χάριν, θέλουν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι. Να φτάσουν μακριά, να γράψουν χιλιόμετρα στους ανοιχτούς δρόμους, στις άγραφες σελίδες, με τη θάλασσα της Μεσογείου, τη θάλασσα του Albert Camus, τη θάλασσα τόσων εκ-πατρισμένων, άφευκτη και ανέφικτη, άπειρη και άπιστη, τοπίο κάθε επιστροφής, κόλπος και λίκνο τελευταίου προορισμού, μεγάλη και ευρύχωρη, να βαθαίνει μες στο φως, να μαλακώνει για να μας υποδεχτεί.

Να φτάσουμε μακριά, και με τα  χιλιόμετρα να γράψουμε, να γεμίσει το λευκό της σελίδας με σημάδια μαύρα. Πενθήματα. Πριν τελευταία φορά μας καλύψουν, να έχουμε τα χαρτιά μας να μας συντροφεύουν, να μας προστατεύουν. Σαν άγγελοι. Και όσοι μένουν πίσω να διαβάζουν πώς τα όνειρα απάτησαν τη σάρκα τους. 

Φεύγουμε με τα αυτοκίνητα μακριά. Βιογραφούμε κάθε φορά τον κόσμο από την αρχή. 

Καλή χρονιά.