Συγκριτικό SUV: Honda CR-V - Τoyota RAV4


Μια, κατά τ άλλα, «κλασική» αντιπαράθεση στην κατηγορία των SUV οχημάτων αποδεικνύει ότι οι συσχετισμοί δεν αλλάζουν άρδην, ωστόσο οι διαφορές μειώνονται προς όφελος του αγοραστή.
  • 16/5/2007
Μια, κατά τ' άλλα, «κλασική» αντιπαράθεση στην κατηγορία των SUV οχημάτων αποδεικνύει ότι οι συσχετισμοί δεν αλλάζουν άρδην, ωστόσο οι διαφορές μειώνονται προς όφελος του αγοραστή.

κείμενο: Κωνσταντίνος Ζωγλοπίτης

Η σύγκριση αυτοκινήτων που προέρχονται από ομοεθνείς κατασκευαστές είναι δύσκολη διαδικασία. Το ευκολότερο είναι να σταθείς στο προφανές, δηλαδή στην πράξη μίμησης, ωστόσο το θέμα είναι πολυπλοκότερο. Πρέπει να καταλάβεις τη νοοτροπία, κυρίως όμως την κουλτούρα του λαού από τον οποίο αυτοί (κατασκευαστές) προέρχονται για να καταλάβεις αντίστοιχα τον τρόπο που προσεγγίζουν την κατασκευή οχημάτων. Κι αυτό είναι δύσκολο. Ιδίως όταν πρόκειται για αυτοκίνητα που προέρχονται από τη μακρινή Ανατολή, όπου το έθος είναι διαφορετικό (και πολλές φορές ακατανόητο) απ ό,τι ισχύει στην καθ ημάς Δύση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε το παράδειγμα των Ιαπώνων το οποίο αφορά σε δύο οχήματα SUV που στοχεύουν εμπορικά στο ίδιο αγοραστικό κοινό και το προσεγγίζουν προσφέροντάς του λίγο-πολύ παρόμοιο προϊόν.

Αν η εμμονή στην ιστορία και την παράδοση είναι βασικό στοιχείο στην καθημερινότητα των Ιαπώνων, τότε τόσο το καινούριο Honda CR-V όσο και το Τoyota RAV4 είναι αποτελέσματα της συγκεκριμένης διαδικασίας. Βέβαια, τα αυτοκίνητα δεν έλκουν στοιχεία μόνο από την ιστορία της χώρας, αλλά και από αυτή την οποία έχει δημιουργήσει καθεμία από τις εταιρείες.

Κοινοί στόχοι, διαφορετικοί δρόμοι
Το καινούριο CR-V, τρίτο κατά σειρά, άρχισε πρόσφατα την εμπορική του πορεία. Θεωρητικά πρόκειται για ένα προϊόν της νέας εταιρικής «φιλοσοφίας», αυτής που οι άνθρωποι της Honda ονομάζουν «εναλλακτική, αναβαθμισμένη ποιότητα». Πρακτικά, αυτό δεν ισχύει, τουλάχιστον στο βαθμό που θέλουν να πιστεύουν. Ναι μεν το νέο CR-V είναι ποιοτικά κατασκευασμένο και σαφώς αξίζει τα λεφτά του, ωστόσο δεν καινοτομεί αναφορικά με ό,τι ισχύει πλέον στην κατηγορία των SUV οχημάτων.

Το «αντίπαλο δέος», το Toyota RAV4, παραμένει πιστό στις παραμέτρους στις οποίες βασίστηκε κατά τη δημιουργία του αρχικά, δηλαδή την αξιοπιστία, την ποιότητα κατασκευής αλλά και τη συντηρητική προσέγγιση όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα. Με το πέρασμα του χρόνου έπαψε να είναι καινοτόμο, όμως δεν έπαψε να βελτιώνεται (κάτι που ισχύει και για το CR-V).

Συγκριτικά, τo Honda είναι μεγαλύτερο σε διαστάσεις από το Toyota. Το κατά έξι εκατοστά μακρύτερο μεταξόνιο του CR-V σημαίνει μεγαλύτερο εσωτερικό χώρο, κάτι που διαπιστώνεις εύκολα. Οι επιβάτες του Honda έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο ωφέλιμο χώρο τόσο για τους ίδιους όσο και για τις αποσκευές τους.

Αναφορικά με την περιμετρική ορατότητα, στο RAV4 o οδηγός έχει καλύτερη αντίληψη του τι υπάρχει γύρω του, χάρη στις μικρότερες «τυφλές» γωνίες που υπάρχουν προς τα πίσω. Η επιλογή των ανθρώπων της Honda να δημιουργήσουν ένα αμάξωμα που να παραπέμπει σε coup έχει αρνητικό αντίκτυπο στην προς τα πίσω ορατότητα. Βέβαια, για να αντισταθμίσουν το μειονέκτημα, στις ακριβότερες εξοπλιστικά εκδόσεις εφοδιάζουν το CR-V με μικροκάμερα, η οποία προβάλλει το περιβάλλον πίσω από το όχημα στην έγχρωμη οθόνη που βρίσκεται στην κονσόλα (ωστόσο, για να γίνει αυτό, πρέπει να καταβληθεί το αντίστοιχο πανάκριβο αντίτιμο).

Σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό, ικανοποιεί σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στις λεγόμενες βασικές εκδόσεις. Η λίστα με τον προαιρετικό εξοπλισμό είναι μακροσκελής και στα δύο μοντέλα. Έτσι, η τιμή αγοράς αυξάνεται σημαντικά, ιδίως στο Ηonda.

Τέλος, στο CR-V η θέση οδήγησης είναι καλύτερη συγκριτικά, κυρίως επειδή η πλευρική στήριξη είναι καλύτερη από αυτήν του RΑV4.

Οδικώς
Η οδική συμπεριφορά του RAV4 είναι δεδομένη και εγνωσμένη. Θυμίζουμε ότι το γενικότερο «στήσιμο» της ανάρτησής του παραπέμπει περισσότερο σε επιβατικό αυτοκίνητο παρά σε όχημα SUV. Συνεπώς, εάν οι άνθρωποι της Honda ήθελαν να διακριθούν, έπρεπε να δημιουργήσουν κάτι αντίστοιχο, αν όχι καλύτερο. Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, το νέο CR-V είναι επίσης καλά στημένο, αλλά οι ρυθμίσεις της ανάρτησής του είναι πιο μαλακές σε αίσθηση, συγκριτικά με το RAV4. Αυτό συνεπάγεται πιο άνετη μετακίνηση για τους επιβάτες του (σε σχέση με το Toyota), μεγαλύτερες κλίσεις του αμαξώματος στις στροφές και εντονότερη υποστροφή. Στην αίσθηση επιβατικού αυτοκινήτου συμβάλλει και το γεγονός ότι το ύψος του CR-V από το έδαφος είναι μικρότερο από το αντίστοιχο του RAV4. Απόρροια αυτού είναι να καταμαρτυρούνται και οι εκτός δρόμου δυνατότητες κίνησης καθενός από τα δύο οχήματα. Εν ολίγοις, το Honda προσανατολίζεται σε πιο ήπιες καταστάσεις εκτός δρόμου κίνησης, ενώ το RAV4 είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε λίγο δυσκολότερες συνθήκες.

Το σκεπτικό για τη μετάδοση της κίνησης είναι ίδιο και στις δύο περιπτώσεις. Τα οχήματα είναι κατά βάση δικίνητα, με την κίνηση να μεταδίδεται και πίσω μόνο όταν το απαιτούν οι συνθήκες.

Στην περίπτωση του CR-V υπάρχει το σύστημα που η Honda ονομάζει «Dual Ρump». Υπάρχουν δύο υδραυλικές αντλίες, η μία λειτουργεί από την κίνηση του εμπρός άξονα μέσω γραναζώματος και η δεύτερη από την κίνηση του πίσω διαφορικού. Όταν η ταχύτητα περιστροφής των εμπρός και των πίσω τροχών είναι ίδια, δεν υπάρχει διαφορά πίεσης στο υγρό που κυκλοφορεί στις αντλίες. Όταν> >για κάποιο λόγο η ταχύτητα περιστροφής των εμπρός τροχών διαφοροποιηθεί, τότε η διαφορά περιστροφής και των αντλιών δημιουργεί υδραυλική πίεση, η οποία μέσω συμπλέκτη μεταδίδει την κίνηση και στον πίσω άξονα.

Στο RAV4 το σύστημα τετρακίνησης «συνεργάζεται» με τα συστήματα ενεργού ελέγχου της ροπής, ελέγχου της ευστάθειας του οχήματος και της ηλεκτρικής υποβοήθησης του τιμονιού. Μέσω αισθητήρων η ηλεκτρονική μονάδα του συστήματος τετρακίνησης λαμβάνει δεδομένα για το πόσο ο οδηγός πατά το πεντάλ του γκαζιού, πόσο έχει στρίψει το τιμόνι, την κλίση του αμαξώματος και την ταχύτητα περιστροφής των τροχών. Έτσι, μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταδώσει την κίνηση και στον πίσω άξονα. Πάντως, υπό κανονικές συνθήκες η ροπή μεταδίδεται μόνο στον εμπρός άξονα. Να σημειώσουμε ότι στο Toyota ο οδηγός μπορεί μέσω διακόπτη να «κλειδώνει» το ποσοστό ροπής που μοιράζεται μεταξύ του εμπρός και του πίσω άξονα (55%-45% εμπρός-πίσω).

Καθώς, βάσει ερευνών, τα SUV οχήματα περνούν περισσότερο από το 90% της «ζωής» τους κινούμενα σε ασφαλτόδρομο, καταλαβαίνουμε ότι οι μηχανικοί των εταιρειών δίνουν έμφαση στην ευκολία οδήγησής τους. Και το ερώτημα που αναπόφευκτα τίθεται είναι: ποιο από τα δύο είναι καλύτερο στο δρόμο; Η απάντηση είναι δύσκολη και κάποιος θα πρέπει να εξετάσει διεξοδικά όλες τις λεπτομέρειες των αυτοκίνητων για να αποφασίσει.

Το CR-V είναι πιο άνετο και περισσότερο ήσυχο. Το τιμόνι του προσφέρει καλή αίσθηση και πληροφόρηση από το δρόμο στον οδηγό, ενώ το σύστημα ελέγχου της ευστάθειας του οχήματος (που διατίθεται στο βασικό εξοπλισμό όλων των εκδόσεων) φροντίζει να περιορίζει την τροχιά του αυτοκινήτου, όταν το παρακάνει ο οδηγός. Βέβαια, ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να το απενεργοποιήσει και να «παίξει» προκαλώντας ακόμα και υπερστροφή, κάτι που πάντως είναι ανούσιο σε τέτοιο όχημα. Η γενικότερα μαλακή αίσθηση που αφήνει στους επιβάτες δημιουργεί την ψευδαίσθηση (τελικά) ότι είναι υποδεέστερο του RAV4 στο θέμα της οδικής συμπεριφοράς, κάτι που δεν ισχύει. Ωστόσο, το Toyota παραμένει σημείο αναφοράς σε αυτόν τον τομέα, κυρίως λόγω της αμεσότητας στην αλλαγή κατεύθυνσης και της ακόμα καλύτερης πληροφόρησης του οδηγού για το τι συμβαίνει με τους εμπρός τροχούς του οχήματος. Όμως η σφιχτή σε αίσθηση ανάρτηση απαραίτητο δεδομένο για μια καλή οδική συμπεριφορά και το αυξημένο επίπεδο θορύβου δεν αρέσουν σε όλους. Να σημειώσουμε ότι και το RAV4 διαθέτει σύστημα ελέγχου της ευστάθειας, το οποίο δεν απενεργοποιείται από τον οδηγό.

Ως αποτέλεσμα
Τα κοινά στοιχεία που έχουν τα δύο οχήματα αφορούν την πολύ καλή ποιότητα κατασκευής, την αξιοπιστία και το αντίστοιχα καλό επίπεδο εξοπλισμού. Συνεπώς, ο ρυθμιστικός παράγοντας στην τελική επιλογή είναι κυρίως, π.χ., το αισθητικό κριτήριο ή η λεγόμενη «πίστη στην εταιρεία».

Ο νεοφερμένος της παρέας, δηλαδή το CR-V, στηρίζεται στη φήμη που έχει η Honda στις τεχνολογικές καινοτομίες καθώς και στην πρόσφατα υιοθετημένη επιλογή της εταιρείας να κατασκευάζει πλέον οχήματα με αναβαθμισμένη ποιότητα και εξοπλισμό για τα δεδομένα της κατηγορίας. Είναι ευρύχωρο, έχει αμάξωμα ιδιαίτερης σχεδίασης, με καλύτερες επιδόσεις από το Toyota (χάρη στην πιο «κοντή» κλιμάκωση του κιβωτίου έξι σχέσεων) και περισσότερο «νεανικό».

Το RAV4 παραμένει ένα όχημα που έχει υψηλό μέσο όρο σε κάθε τομέα, γεγονός που το κάνει μέτρο σύγκρισης. Η απευθείας αντιπαράθεση μεταξύ των δύο οχημάτων αποδεικνύει δύο πράγματα. Το πρώτο αφορά τη μείωση της διαφοράς που υπήρχε στις προηγούμενες «γενιές» των δύο μοντέλων. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι τα οχήματα της SUV κατηγορίας γίνονται συνεχώς καλύτερα αναφορικά με την οδική συμπεριφορά τους, την πρακτικότητα και την ποιότητα κατασκευής τους και συχνά φαντάζουν ως η πιο ολοκληρωμένη επιλογή αγοράς.-