Γιατί ανεβαίνουν συνεχώς οι τιμές των αυτοκινήτων;


Αλλαγή στρατηγικής για τις αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες εστιάζουν πλέον περισσότερο στην παραγωγή ακριβότερων και καλύτερα εξοπλισμένων μοντέλων με υψηλότερα περιθώρια κέρδους, ενώ δεν μπαίνουν πια στο παιχνίδι των μεγάλων εκπτώσεων.

  • TOY ΠΕΤΡΟΥ ΠΙΤΣΙΝΗ ΦΩΤ.: ΑΡΧΕΙΟ
  • 16/7/2023

Η ανθρωπότητα συγκλονίζεται την τελευταία διετία από την πανδημία του κορωνοϊού και –πιο πρόσφατα- από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι οποίες έχουν φέρει στην κυριολεξία τα πάνω κάτω. Η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία υπέφερε και εξακολουθεί να υποφέρει για τους δικούς της λόγους από αυτές τις μεγάλες ανατροπές στη ζωή μας.

Η μείωση της παραγωγής οχημάτων, λόγω έλλειψης μικροτσίπ και άλλων εξαρτημάτων, η αλματώδης αύξηση του ενεργειακού κόστους και πολλών υλικών, τα πολύ ακριβότερα μεταφορικά, οι ατέλειωτοι χρόνοι αναμονής των πελατών αποτελούν ορισμένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο κλάδος. Θα υπέθετε, λοιπόν, κάποιος  ότι το 2021 θα εξελισσόταν σε μαύρο έτος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες,   η πραγματικότητα ,ωστόσο, ήταν άκρως ανατρεπτική, καθώς ο κλάδος κατέγραψε κέρδη ρεκόρ παρά τις προαναφερόμενες δυσκολίες.

Η αλήθεια είναι,

ότι οι παρενέργειες από τον κορωνοϊό και τον πόλεμο στην Ουκρανία έκαναν μονόδρομο την αύξηση των τιμών στα καινούργια αυτοκίνητα, όμως, επίσης, αλήθεια είναι ότι οι βιομηχανίες του κλάδου έβαλαν και το δικό τους χεράκι σε αυτή την τάση αξιοποιώντας την κρίση και την αυξημένη ζήτηση, για να περάσουν ευκολότερα τη νέα στρατηγική τους στο αγοραστικό κοινό.

Μέχρι πρόσφατα, διαγκωνίζονταν οι αυτοκινητιστικοί όμιλοι για την πρωτιά στις πωλήσεις, σήμερα, όμως, έχει περάσει αυτό σε δεύτερη μοίρα και η προτεραιότητα δίνεται στα περιθώρια κέρδους ανά όχημα, με την ανάλογη επιβάρυνση της τιμής του. Πάντα, βέβαια, με τη διευκρίνιση ότι η μεγάλη κερδοφορία απαιτεί σε κάθε περίπτωση έναν κρίσιμο όγκο πωλήσεων, απλώς στη μάχη για μερίδια αγοράς δεν θυσιάζουν πλέον οι μεγάλες μάρκες τα υπερκέρδη τους συμπιέζοντας τις τιμές των αυτοκινήτων τους μέχρι ζημίας, όπως γινόταν με κάποια μοντέλα τους στο παρελθόν.

Αν κάνουμε μία αναδρομή στο 2021, θα δούμε ότι παγκόσμια πρωταθλήτρια σε όγκο πωλήσεων ήταν η Toyota με 10.043.104 ταξινομήσεις καινούργιων οχημάτων, που συνιστούν περίπου μισό εκατομμύριο αύξηση σε σύγκριση με το 2020! Δεύτερος ήταν ο όμιλος Volkswagen με 8.369.396 πωλήσεις αντί 9,3 εκατ. πρόπερσι, ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν ο κορεάτικος όμιλος της Hyundai (6.732.419 ταξινομήσεις), η νεοσύστατη Stellantis (6.711.350) και η Honda με 4.404.631 πωλήσεις. Από πλευράς τζίρου  είχαμε, ωστόσο, το 2021 πρώτη τη VW με περίπου 250 δις ευρώ και δεύτερη την Toyota με 221 δις, ενώ τρίτη ήταν η Daimler με περίπου 168 δις ευρώ, τέταρτη η Stellantis με 149,5 δις και πέμπτη η Ford με 125 δις ευρώ, ενώ οι κορεατικές Hyundai/Kia έπεσαν στη δέκατη θέση με «μόνον»  87,5 δις κύκλο εργασιών.

Η πεντάδα

με τα υψηλότερα κέρδη πέρυσι απαρτίζεται από την Toyota με νέο ρεκόρ 24,8 δις ευρώ, τη Volkswagen με 19,3 δις, την DaimlerBenz με 16,0 δις, τη Stellantis με 15,8 δις και την BMW με 13,4 δις. Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη Statista, το μέσο περιθώριο κερδοφορίας στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας ανερχόταν το 2020 σε 4,6% και το 2021 υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας το 9,8%, ενώ σε αρκετές μάρκες ήταν αισθητά υψηλότερο. Να σημειώσουμε ότι μεταξύ 2017 και 2021 αυξήθηκαν τα κέρδη των αυτοκινητοβιομηχανιών κατά 21%, με πρωταθλήτρια την Audi, που τα είδε να μεγαλώνουν κατά 65%. Βεβαίως, δεν αναφερόμαστε στις εταιρείες περιορισμένης παραγωγής, όπως η Ferrari, η Βentley, κ.λπ., οι οποίες είδαν πέρυσι να εκτοξεύονται τα κέρδη τους στη στρατόσφαιρα και να πετυχαίνουν απίστευτα ρεκόρ κερδοφορίας!

Επιστρέφοντας στις εταιρείες μαζικής παραγωγής, βλέπουμε ότι χρησιμοποίησαν διάφορες μεθόδους για να ανεβάσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Ετσι, αναδιαρθρώνουν οι μεγάλες εταιρείες αυτοκινήτου τη σύνθεση του στόλου τους αφαιρώντας σταδιακά τα μικρότερα και φθηνότερα μοντέλα τους, τα οποία έχουν γίνει πλέον δυσεύρετα στην αγορά και προορίζονται κυρίως για εταιρική χρήση και ενοικιαζόμενα.

Ταυτόχρονα λανσάρουν τα νέα προϊόντα τους με σαφώς πλουσιότερο εξοπλισμό, ώστε να δικαιολογήσουν την ακριβότερη τιμή τους, να αποφύγουν τις συγκρίσεις με το απερχόμενο μοντέλο και –κυρίως— να δώσουν στον πελάτη την αίσθηση ότι του κάνουν μία πολύ συμφέρουσα ειδική προσφορά. Φυσικά, ισχύει το αντίθετο, κάτι που επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία Απριλίου της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία είχαμε στην Ελλάδα αύξηση 8,9% στις τιμές των καινούργιων ΙΧ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021. Μάλιστα η συγκεκριμένη αύξηση μπορεί να χαρακτηριστεί και ιδιαίτερα συντηρητική, αν βγάλουμε εκτός στατιστικής τις βασικές εκδόσεις με τις χαμηλότερες τιμές, που δεν απευθύνονται σε πελάτες λιανικής.

Η ανάπτυξη

της ηλεκτροκίνησης και οι μεγάλες επενδύσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών σε αυτή την τεχνολογία,   επίσης,  «νομιμοποιούν» τις ακριβές τιμές των συγκεκριμένων μοντέλων στα μάτια των καταναλωτών. Από την άλλη πλευρά, σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη προβλέπονται ελκυστικά κίνητρα για την αγορά και τη χρήση ηλεκτρικών  –ή και υβριδικών— οχημάτων, όπως γενναίες επιδοτήσεις που συμπιέζουν τις τελικές τιμές, αλλά ταυτόχρονα αφήνουν περιθώρια σημαντικού κέρδους στους κατασκευαστές.

Φυσικά, αυτό έχει έναν σχετικά περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, όμως σε μερικά χρόνια εκτιμούν οι ειδικοί ότι θα έχει μειωθεί δραστικά το κόστος παραγωγής των εξελιγμένων μπαταριών και θα προσφέρονται τα ηλεκτρικά μοντέλα σε ακριβές μεν, αλλά όχι εξωπραγματικές τιμές, ακόμα και χωρίς επιδοτήσεις. Ένα άλλο πεδίο δόξης λαμπρό για περισσότερα κέρδη και ακριβότερες λιανικές τιμές των αυτοκινήτων είναι οι ψηφιακές πλατφόρμες παραγγελίας των οχημάτων. Όλες οι εταιρείες επιδιώκουν πλέον την πώληση των αυτοκινήτων τους μέσα από το διαδίκτυο, αξιοποιώντας στο έπακρο την υγειονομική κρίση εξαιτίας του κορονοϊού, όπου οι ανέπαφες εμπορικές συναλλαγές γνώρισαν μεγάλη αποδοχή.

Ωστόσο, οι συγκεκριμένες πλατφόρμες ακυρώνουν την επαφή του πελάτη με τον έμπορο και το –σχεδόν καθιερωμένο— αλισβερίσι για εκπτώσεις και άλλες παροχές σε εξοπλισμό, κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι εταιρείες αυτοκινήτου πωλούν σε τσιμπημένες τιμές καταλόγου χωρίς διαπραγματεύσεις και σκόντο, άρα με υψηλότερα κέρδη για τις ίδιες.

Oι αυτοκινητοβιομηχανίες δεν έχουν, επίσης, κρύψει  ότι φιλοδοξούν να εξελιχθούν στο μέλλον σε παρόχους υπηρεσιών προς τους πελάτες τους και να αποκτήσουν νέου τύπου δεσμούς μαζί τους σε βάθος χρόνου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φορτώνουν τα νέα μοντέλα τους με σύγχρονες τεχνολογίες συνδεσιμότητας, που επιβαρύνουν φυσικά το κόστος αγοράς τους.

Ταυτόχρονα προσφέρουν μέσω των συγκεκριμένων τεχνολογιών πακέτα υπηρεσιών on demand, τα οποία διατίθενται δωρεάν για έναν χρονικό ορίζοντα, λόγου χάριν δύο έως τριών ετών. Από εκεί και μετά –και αφού «εθιστεί» πλέον ο κάτοχος του οχήματος σε αυτές τις υπηρεσίες—, θα μπορεί να τις χρησιμοποιεί πληρώνοντας συνδρομή ανάλογα με τα επίπεδα των παροχών. Πρόκειται για μία νέα πηγή συνδρομητικών εσόδων, η οποία εκτιμάται ότι θα αποφέρει πακτωλό χρημάτων στις αυτοκινητοβιομηχανίες και θα επιβαρύνει έμμεσα το κόστος χρήσης των οχημάτων στο μέλλον.

Η άνοδος

των τιμών των καινούργιων αυτοκινήτων έχει συμπαρασύρει, εξάλλου, προς τα πάνω και τις αξίες μεταπώλησης των μεταχειρισμένων μοντέλων. Αυτό παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, όπου πριν μία διετία ξοδεύαμε κατά μέσο όρο γύρω στις 8.000 € για την αγορά ενός μεταχειρισμένου ΙΧ, ενώ σήμερα επενδύουμε περίπου 12.000 € μεσοσταθμικά, για να αποκτήσουμε ένα μοντέλο από δεύτερο χέρι.

Όπως φαίνεται, πάντως, η αυξητική τάση στις τιμές των καινούργιων και των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, αφού οι επόμενες αντιρρυπαντικές προδιαγραφές Euro 7 απαιτούν από τις εταιρείες του κλάδου μεγάλες επενδύσεις, που θα τις ενσωματώσουν στις τιμές των οχημάτων νέας γενιάς.