Γράφει ο Ηλίας Αρ. Σύριος, Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο επιβιβάζεται σε αυτοκίνητο, ο οδηγός του οποίου δεν είναι ικανός για οδήγηση, επειδή δεν είναι κάτοχος άδειας ικανότητας οδηγού, ή διότι τελεί σε κατάσταση μέθης κ.λ.π.
Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη νομολογία, υφίσταται συντρέχον πταίσμα του παθόντος επιβάτη κατ’ άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα για τον τραυματισμό ή θάνατό του.
Ειδικότερα έχει κριθεί ότι τέτοιο συντρέχον πταίσμα υφίσταται όχι μόνο όταν ο επιβάτης γνώριζε την ανικανότητα του οδηγού, αλλά και επιπλέον όταν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορούσε να γνωρίζει τη μειωμένη ικανότητα του οδηγού για οδήγηση.
Συνηθέστερες περιπτώσεις που έχουν απασχολήσει τη δικαιοσύνη είναι αυτές της συνδιασκέδασης οδηγού και επιβάτη κατά τη διάρκεια της οποίας ο οδηγός καταναλώνει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος καθώς και αυτής που ο επιβάτης λόγω στενής οικογενειακής ή φιλικής σχέσης με τον οδηγό γνωρίζει ότι ο τελευταίος στερείται άδειας ικανότητας οδηγού (λ.χ. ο πατέρας επιβιβάζεται σε αυτοκίνητο που οδηγεί ο ανήλικος γιος του).
Στις ανωτέρω περιπτώσεις θεμελιώνεται συντρέχον πταίσμα του επιβάτη χωρίς να απαιτείται να συντρέξει καμία πρόσθετη προϋπόθεση (βλ. Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, 1998-2002, αρ. 117επ.).
Το ποσοστό συντρέχοντος πταίσματος, το οποίο καταλογίζεται στον επιβάτη – θύμα στην πλειονότητα τέτοιων περιπτώσεων (αυτοδιακινδυνεύσεως) κυμαίνεται από 10% μέχρι 50%.
Οι νομικές συμβουλές έχουν ισχύ κατά την περίοδο δημοσίευσής τους στην έντυπη έκδοση του περιοδικού Car and Driver και μπορεί να έχουν ωστόσο τροποποιηθεί.



ΔΗΜΟΦΙΛΗ