Η Δημοκρατία στην παραλία. Το νέο βιβλίο του Ηλία Καφάογλου


Η δημοκρατία είναι μόνο στην παραλία; Πάει εκεί, όταν δεν μπορεί να πάει στους θεσμούς; Μόνο εκεί είναι αυθεντική; Ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως και πολλά περισσότερα. Ας τα ανακαλύψουμε στο νέο βιβλίο του Ηλία Καφάογλου.

  • 6/6/2018

Οι συζητήσεις, ιστορικές, ιστοριογραφικές και καθημερινές, στο πλαίσιο των όσων ζούμε την τελευταία δεκαετία, έτειναν να διαμορφώσουν την εικόνα μιας κοινωνίας που διαρκώς πολεμά και συγκρούεται. Ο χρόνος είχε σταματήσει το 1944-45 ή το 1949, με αποτέλεσμα σχεδόν να ξεχαστεί ότι μέχρι σήμερα μεσολάβησε η λεγόμενη εκρηκτική εικοσαετία της περιόδου 1949-1967, στα καθ’ ημάς τμήμα, με παλινωδίες, αντιστάσεις, αλλά και αποστάσεις, της Χρυσής Τριακονταετίας. Με άλλα λόγια, η αναρρίπιση των εμφυλιοπολεμικών παθών έκανε σχεδόν να ξεχαστεί ότι υπήρξε μια περίοδος όπου με αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση, με πόθο και με ορίζοντα χρόνου και προσδοκιών, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να επουλώσουν τραύματα, να σταθούν στα πόδια τους, να κοιτάξουν μπροστά, να ερωτευτούν, να χαρούν τις ζωές, τα σώματα και τις επιθυμίες τους. Ήταν η περίοδος της κατά William Henry McNeil –δεν είναι τυχαία η αναφορά, θα επανέλθω– μεταμόρφωσης της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «η μείζων αλλαγή στη χρονική διάρκεια μιας γενιάς, η οποία άλλαξε την ελληνική κοινωνία, μεταμορφώνοντάς τη σε μίγμα απολύτως μοντέρνων/νεωτερικών και παραδοσιακών στοιχείων τα οποία επιβιώνουν, μίγμα το οποίο συγκροτεί και τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα». Και μέσα από το μπικίνι, απρόσμενα και λοξά, έρχεται ο Ηλίας Καφάογλου να μας ανοίξει σε αυτή την εποχή, να τη φωτίσει με παράξενους προβολείς, να συλλάβει αδιόρατες μέχρι τώρα πτυχές της και να μας ξαναθυμίσει πόσο φτωχά είναι τα σχήματά μας και πόσο πολυδιάστατη η κοινωνική πραγματικότητα. Ίσως αυτό να υπαινίσσεται με ευγένεια ο ίδιος στο τέλος αυτού του δοκιμίου: «Γιατί τα κορμιά τόποι είναι των γεγονότων που διαγράφηκαν από την ιστορία και έτσι το μέλλον απαιτεί όλα όσα θα έπρεπε στο παρελθόν να είχαμε ρωτήσει».

 

Ας πάμε όμως από την αρχή, τον τίτλο: Η Δημοκρατία στην παραλία. Η δημοκρατία είναι μόνο στην παραλία; Πάει εκεί, όταν δεν μπορεί να πάει στους θεσμούς; Μόνο εκεί είναι αυθεντική; Ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως και πολλά περισσότερα. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αντιστροφή οπτικής: δεν κοιτάμε την περίοδο μέσα από τον φακό της «ανάπηρης», «καχεκτικής» και λοιπών επιθετικών προσδιορισμών της μεταπολεμικής ελληνικής συνθήκης, αλλά κοιτάμε μέσα από τις έγνοιες, τους πόθους και τις επιθυμίες των ανθρώπων σε μια κοινωνία που μέσα σε μια γενιά μετασχηματίζεται σε μαζική, πλουραλιστική και πολυθεϊσμού αξιών. Κι ο Καφάογλου κάνει τη διττή και επιστημολογικά γόνιμη επιλογή να προσεγγίσει αυτή την κοινωνία μέσω δύο δρόμων: αφενός, χωρίς τη συνήθη εξ αριστερών και εκ δεξιών δαιμονοποίηση της μαζικής κουλτούρας –τι άλλο δηλώνει η επιλογή του μπικίνι ως παράθυρου και άξονα ανάλυσης;–, αφετέρου, αγαπώντας τους δρώντες του: σέβεται τις επιλογές και τις ανάγκες τους, δεν τις επικρίνει, δεν τις υποτιμά ούτε τις υπαγορεύει.

 

Στο 1ο κεφάλαιο («Οι teenagers στο προσκήνιο») ο Ηλίας Καφάογλου στήνει το σκηνικό της ανάλυσης, το οποίο δεν είναι άλλο από τη Χρυσή Μεταπολεμική Τριακονταετία. Άρχιζε κάπως όπως περιγράφει ο Tony Judt: «Το 1945 οι περισσότεροι άνθρωποι λαχταρούσαν σίγουρα την κοινωνική πρόοδο και την ανανέωση, αλλά σε συνδυασμό με την επιβεβαίωση των σταθερών και οικείων πολιτικών σχημάτων. Ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση, ο Β΄ Παγκόσμιος παρήγαγε το αντίθετο αποτέλεσμα: μια βαθιά λαχτάρα για ομαλότητα». Ο Καφάογλου δεν θα μείνει μόνο στους αριθμούς και τα οικονομικά μεγέθη, αλλά θα εστιάσει και στο πόσο ενδεχομενική και διόλου αναπόφευκτη ήταν αυτή η εξέλιξη, στα όνειρα των ανθρώπων και τις επιθυμίες τους, καθώς και στο πώς συνυφαινόταν η κατά Mazower «βάναυση ειρήνη» της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας με την ανάδυση της νεολαίας ως διακριτής κοινωνικής κατηγορίας στη βάση κυρίως ενός αισθήματος ζωής –καίριες οι παραπομπές στον ευθύβολο ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου Karl Mannheim– και στο πώς όλα αυτά εκβάλλουν σε μια επιμέλεια εαυτού, αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι το μπικίνι. Και παρόλο που ο Καφάογλου περιγράφει μέρος αυτής της επιμέλειας με τον χαρακτηρισμό του Λας περί κουλτούρας του ναρκισσισμού, ο όλος τόνος της ανάλυσης, όπως και στα επόμενα, κεφάλαια, θυμίζει πολύ περισσότερο τον Kracauer της Βαϊμάρης, ο οποίος πίστευε στη χειραφετητική δύναμη της νεωτερικής μαζικής κουλτούρας, αλλά και στη συνεισφορά του μοντερνισμού της καθημερινότητας. Στην προσέγγισή του για τη μαζική κουλτούρα θεώρησε «νόμιμες» τις ανάγκες των υπαλληλικών στρωμάτων για ανάπαυση, ελεύθερο χρόνο και ξεκούραση, και χρησιμοποίησε τις κατηγορίες της ευχαρίστησης, του βιώματος, της διασκέδασης και διαφυγής, προκειμένου να συλλάβει το «πνεύμα» της. απέρριψε την υποτιθέμενη «κατωτερότητα» της μαζικής κουλτούρας και εστίασε στον ενδεχομενικό και εφήμερο χαρακτήρα της που συνόψιζε τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του μοντέρνου τρόπου ζωής. Τι άλλο κάνει ο Καφάογλου όταν τονίζει τις όψεις αμφισβήτησης, αυτοκαθορισμού, ανάληψης της σεξουαλικότητας και δημιουργίας του εαυτού που συνοψίζονται στο μπικίνι;

 

Ακολουθούν τρία πλούσια κεφάλαια που επιγράφονται «Ροκ, μίνι και μπικίνι» (2ο), «Θα ζήσουμε όπως γουστάρουμε» (3ο), «Πολύβουες πόλεις, ατομικά πάθη» (4ο), γραμμένα με μια ένταση που θυμίζει τις σελίδες του Simmel για την εμπειρία της μητροπολιτικής ζωής και τις ξυλογραφίες του Φρανς Μαζερέελ. Μέσα από μια εξαντλητική και λεπτολόγο αναδίφηση πηγών οι οποίες περιλαμβάνουν από μαρτυρίες και ταινίες, μέχρι εξώφυλλα περιοδικών, αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, στοχασμούς δημόσιων διανοούμενων και χρονογραφήματα, είτε ενθουσιαστικά είτε ηθικολογούντα, ο Καφάογλου προσφέρει μια καλειδοσκοπική και φρενήρη εικόνα της περιόδου 1950-1974 στα καθ’ ημάς: τη «βάναυση ειρήνη» και τον ερχομό, όπως και τις προσλήψεις, του ροκ και του μπικίνι, την εξύμνησή τους, αλλά και τις αντιδράσεις, την ηθικολογία του Ψαθά, αλλά και την ψυχική ανάταση του Καραγάτση από την αντίστιξη της Ρόδου-Μυκόνου με τα χωριά του Γράμμου, από όπου μόλις είχε επιστρέψει «με ψυχή σκοτεινιασμένη από την ατμόσφαιρα του αδελφοκτόνου πολέμου», τον Economist και τη διαβεβαίωσή του ότι η ελληνική νεολαία μοιάζει πια με οποιαδήποτε δυτική, τους νέους και το ενδιαφέρον για τη μόδα και τη ραπτική, τις μόδες που έτεμναν εγκάρσια τις συμβατικές διαχωριστικές γραμμές, για να καταλήξει ο Καφάογλου στην αντιστοιχία μιας νέου τύπου αμφισβήτησης, Beatles και Jagger, Λαμπράκης και Πέτρουλας. και να συνεχίσει με τις διεκδικήσεις των νέων και την ψήφιση του νόμου 4000 –και από την ΕΔΑ–, την απόλαυση της κολύμβησης και του μαγιό στην παραλία και της εκεί υπονόμευσης των ταξικών διαφορών από αυτά τα πρότυπα, της Ελλάδας που «κραυγάζει για τουρισμό» και την επανοικειοποίηση του Αιγαίου με αυτούς τους όρους, το τουριστικό πρόγραμμα με τα Ξενία, το Χίλτον, το Μον-Παρνές, τη μεγέθυνση του τουρισμού που φέρνει χρήμα, αλλά και νέα ήθη, ελευθερία αλλά και αμηχανία, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, διαπρύσιο αντίπαλο του υλισμού να στρέφεται στη διαφήμιση, και τη Διδώ Σωτηρίου να καταδικάζει με τρόπο που θα ζήλευαν οι συντηρητικοί αντίπαλοί της το ροκ. και όλα αυτά να λαμβάνουν χώρα, υπενθυμίζει ο Καφάογλου, εντός εκπληκτικών ρυθμών ανάπτυξης, μετανάστευσης που άλλαζε την ύπαιθρο και ενίσχυε τον δυναμισμό του αστεακού περιβάλλοντος, αλλά και της παραλίας, όπου τα δημόσια έργα και αυτά του εξηλεκτρισμού –ο Καραμανλής καλούσε τον Μελετζή να τα φωτογραφίσει– συμπλέκονταν με την Κορέα, την Κύπρο, τα εκπαιδευτικά αιτήματα, την ειρωνεία του Κονδύλη για την «καμπιοκτόνο Αριστερά» και την πρόσκληση και ευχή του Σαββόπουλου για συντονισμό με τα «ξένα μέρη» που θα μας πήγαινε «η θάλασσα πλατιά» και το «αγέρι». κι έπειτα η Χούντα, να θέλει και να μη μπορεί να χειριστεί τον τουρισμό, να φοβάται, αλλά και να κρυφοκοιτάει το μίνι και το μπικίνι, να επιχειρεί να συντονιστεί με την καινοτομία, αλλά αυτό να φέρνει κι άλλα μακριά μαλλιά κι άλλες κοντές φούστες, τζιν, μπικίνι και ριζοσπαστικοποίηση.

  

Εδώ θέλω να τονίσω την τόλμη του Καφάογλου να συνομιλήσει με το έργο του McNeil και τη συνθετότητα του επιχειρήματος περί μεταμόρφωσης. Συνήθως το έργο αυτό είτε δεν αναφέρεται είτε οι παραπομπές σε αυτό μένουν στην εξύμνηση του τίτλου. Η λεπτολόγος ανάλυση του Καφάογλου που συνομιλεί ρητά με αυτό μοιάζει να δικαιώνει κρίσιμες διαισθήσεις του: «Ωστόσο, υπήρχαν ψεγάδια στο σύστημα. Διαφωνίες και διαφορές απόψεων όσον αφορά την εσωτερική πολιτική φάνταζαν ως προδοσία σε εκείνους που εμπιστεύονταν με τόση σιγουριά σε αυτόν τον άνθρωπο τις επάλξεις του ελληνισμού. Αλλά σε μια κοινωνία αυξανόμενα διαφοροποιημένη, όπου η αστικοποίηση και η οικονομική ανάπτυξη άρχισαν να αποκτούν ταχύτητα χωρίς προηγούμενο, το ιδεώδες μια ενωμένης κοινότητας, στην οποία ο καθένας συμμεριζόταν τις ίδιες δημόσιες συμπεριφορές, κατέστη ολοένα και περισσότερο απομακρυσμένη από την πραγματικότητα. Εντούτοις, ο Καραμανλής και πολλοί άλλοι Έλληνες, αντανακλώντας το αγροτικό και Ορθόδοξο υπόβαθρό τους, ήταν απρόθυμοι να αποδεχθούν την πιθανότητα καταστατικών διαφορών γνώμης εντός του έθνους. Το ιδεώδες της κοινής εθνικής ζωής, στο οποίο όλοι οι Έλληνες έπρεπε να σταθούν δίπλα-δίπλα εναντίον του εξωτερικού κινδύνου, ήταν πιο ελκυστικό από την παραδοχή ότι καμιά τέτοια σφιχτοδεμένη πρωταρχική κοινότητα όμοια σκεπτόμενων ανθρώπων υπήρξε ή μπορούσε να υπάρξει σε συνθήκες μοντέρνας αστεακής ζωής» (101-102).

Στο 5ο, 6ο και 7ο κεφάλαιο («Το πιο μικροσκοπικό ένδυμα στον κόσμο» και «Μπικίνι και μπικίνι», «Παραλία», αντίστοιχα) ο Καφάογλου θα στρέψει το βλέμμα στα «ξένα μέρη» του Σαββόπουλου: θα συσχετίσει την πολύπλοκη συνάφεια του δυναμικού χειραφέτησης και αμφισβήτησης που εγκλείει το μπικίνι –προσφυής η ονοματοδοσία του ενδύματος με την ατόλη της πυρηνικής δοκιμής– με τη μακρά δεκαετία του ’60 και το πολυδιάστατο ’68, με την εξάντληση των ψυχροπολεμικών νομιμοποιήσεων και της σχετικής ρητορικής ένθεν κακείθεν, οι οποίες ούτε καλύπτουν αλλά ούτε και αφορούν τους εξεγερμένους νέους, καθώς και με την ανακάλυψη και σημασιοδότηση της παραλίας ως τόπου –ή μάλλον, όχι απλώς ως τόπου– όπου η ζωή ξαναδιεκδικεί τα δικαιώματά της από μια στενεμένη ζωή. Αυτό το τμήμα του βιβλίου μας προετοιμάζει για το τελευταίο κεφάλαιο («Ροβινσώνας και ροβινσώνες»), όπου η δοκιμιακή οξυδέρκεια του Καφάογλου αναδεικνύεται πληρέστατη ενώπιόν μας. Εκκινώντας από το αρχέτυπο του Ροβινσώνα που το ερμηνεύει ως κυρίως τον άνθρωπο που δρα και κατασκευάζει, δημιουργώντας εν τέλει τον εαυτό του, ο Καφάογλου θα συνομιλήσει με μια τεράστια ποικιλία κειμένων με άξονα την πρόσληψη της φύσης ως υπόσχεσης ελευθερίας αλλά και φόβου παλινδρόμησης σε μια άγρια και επίφοβη κατάσταση, ποικιλία που εκτείνεται από την Αναγέννηση έως τον Διαφωτισμό, από τον Νταφόε και τον Θορώ έως τον Ιούλιο Βερν της Μυστηριώδους Νήσου και του πάθους για τον Ροβινσώνα, μέχρι να φτάσει στην παραλία και το μπικίνι, εμάς τους σύγχρονους ροβινσώνες –ή μας καλεί να γίνουμε, υπακούοντας σε κάτι που είναι κρυμμένη μας δυνατότητα;–, εκεί όπου ο λαός εμφανίζεται ως σώμα, εκεί όπου η παραλία συγκροτείται ως αντι-πόλη, εκεί όπου η απόδραση από τη στενεμένη ζωή δεν φτιάχνει ανθρώπους που παίζουν ένα ρόλο, αλλά, όπως τονίζει ο Καφάογλου, «είναι ο ρόλος».

Να επιστρέψω, κλείνοντας, στον Kracauer. Στο δοκίμιό του «Ταξίδι και Χορός» (“Travel and Dance”/1925) επιχειρούσε να κατανοήσει αυτά τα νέα κοινωνικά φαινόμενα. Για αυτόν, αποτελούσαν «χωρο-χρονικά πάθη» τα οποία αποσκοπούσαν να αντιμετωπίσουν την ανία, τη μονοτονία και την ομοιομορφία της σύγχρονης ζωής, εντούτοις, οδηγούσαν στην τυποποίηση και τη μη-αυθεντικότητα, απλά υποκατάστατα για εκείνη τη σφαίρα την ύπαρξη της οποίας αρνούνταν η μηχανοποίηση, η τεχνολογία και η ορθολογικοποίηση. Ταυτόχρονα, ωστόσο, τα επένδυε με μια «θεολογική» σημασία: ήταν εκείνες οι ουσιώδεις δυνατότητες διά των οποίων αυτοί που είναι πιασμένοι στη μέγγενη της εκμηχάνισης, μπορούν να ζήσουν (έστω και μη αυθεντικά) τη διπλή ύπαρξη που αποτελεί το θεμέλιο της πραγματικότητας. Ο Καφάογλου πιάνει και συνεχίζει το νήμα αυτής της κριτικής και μάλιστα πολύ πιο ριζοσπαστικά και ανεπιφύλακτα: το μπικίνι γίνεται κυριολεξία και μεταφορά αυθεντικότητας, όχημα να αντέξουμε και να ζήσουμε τη διπλή ύπαρξή μας, αυτό που ο Μορέν αποκαλεί καθημερινή και ποιητική διάσταση της ύπαρξής μας, αλλά και μορφή αμφισβήτησης ηθικολογιών και τυποποιήσεων που δυναστεύουν. Κι αυτό γίνεται με την κατάφαση στη ζωή και όχι με τη θανατολαγνεία.