Special Drive: AUDI SQ5-AUDI TT RS


Η λέξη «audi», ήτοι ακούω, είναι η μετάφραση στα λατινικά του ονόματος του ιδρυτή της εταιρίας Horsst. Και μέσα σε αυτοκίνητα όπως ο SQ5 ή -πολύ περισσότερο- το TT RS την «ακούς» κανονικά!

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΙΤΑΡΗΣ, ΦΩΤΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΟΣ
  • 22/6/2019

Γυάλιζε το μάτι του. Αν δεις σε φιλμάκια εποχής τον άτακτο «εγγονό», τον Φερδινάνδο Πιχ να μιλά για τον πεντακύλινδρο κινητήρα με φόντο την μεταλλική Νοτρ Νταμ, το Audi 5000, το μάτι του έχει κάτι από την αλλοφροσύνη ενός μουτζαχεντίν έτοιμου και ζωσμένου για ιερή αποστολή αυτοκτονίας. Ήταν κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70, όταν η Audi βολόδερνε στα σκαλιά του παλατιού, περιμένοντας ως άλλη Σταχτοπούτα να μπει στην κεντρική σάλα της αυτοκίνησης. 

Έχοντας κερδίσει επάξια τον τίτλο των «αυτοκινήτων των δασκάλων», ευρισκόμενα σε τεχνολογικό λήθαργο, με βαρετά σχέδια και έντονους χρωματισμούς προσχολικής ζωγραφικής, τα Audi έψαχναν εναγωνίως τον τρόπο να ανέβουν κοινωνική τάξη και να μπουν στα σαλόνια της Mercedes και της BMW. Τότε, αυτή η παμπόνηρη αλεπού με το μάτι που γυαλίζει, αυτός που έφτιαξε το καλύτερο αγωνιστικό της Ιστορίας, την 917, μαζί με κάποιους φανατικούς σεχταριστές της μπιέλας και των απονενοημένων μοιρών του στροφαλοφορου, ρίχνουν στο παιχνίδι ένα παράδοξο μηχανολογικό κατασκεύασμα, με πέντε κυλίνδρους, μπόλικη μεταλλουργική αποκοτιά, και έναν εκπληκτικό ήχο. Η συνέχεια του παραμυθιού γνωστή, με την Σταχτοπούτα Audi να μπαίνει στα σαλόνια «τιμή και δόξη» που λένε, φέρνοντας μαζί με τον πεντακύλινδρο και την τετρακίνηση, και παίρνοντας παραμάζωμα κάθε μορφής αγώνα, εντός ή εκτός ασφάλτου.

Το πρώτο RS

που είδα στη ζωή μου ήταν γνήσιο τέκνο εκείνων των ματιών που γυάλιζαν. Ήταν κόκκινο, ήταν -πόσο προχώ Θεέ μου, δεν μεταδίδω άλλο...- station wagon, είχε τα οικόσημα της Porsche, κόστιζε 34 και μισό εκατομμύρια τιμημένες ελληνικές δραχμούλες και έμοιαζε ως η απόλυτη ασέβεια στα χρηστά ήθη του σπορ φονταμενταλισμού. Εκείνο το RS2 το θυμάμαι σαν σήμερα προσγειωμένο ως διαστημική χρονοκάψουλα τον Σεπτέμβρη του 1994, σε λαϊκό προσκύνημα και τον τροχό της Peiseler να γράφει κάτι πρωτόγνωρα νούμερα για την εποχή (0-100 σε 5,6΄΄, βοήθα Παναγιά στο χιλιόμετρο της Θήβας με 200άρα και βάλε...).

Το επόμενο ραντεβού ήταν με το RS4, το φθινόπωρο του 2000, να παίζουμε το οριζόντιο «bungee jumping» στις Autbahn κάπου έξω από το Μόναχο, με τις κάμερες να καραδοκούν και την ξερακιανή frau Helga ανά πάσα στιγμή έτοιμη να σε καταδώσει στην Πολιτσάι. Αξέχαστο αυτοκίνητο σε κάποιες ωραίες μέρες, με μια Ελλάδα να παίζει τα ρέστα της στο Χρηματιστήριο Αξιών (ποιων αξιών άραγε;) και ένα RS4 να μην είναι πια όνειρο απατηλό. Fast Forward δέκα χρόνια αργότερα, με την οργιαστική επιστροφή στα όπλα του τιμημένου πεντακύλινδρου στο πρώτο TT RS, με κάτι περάσματα απόλυτης οδηγικής πορνογραφίας στα πάσης φύσεως Λιμανάκια, και με την κόρη δίπλα (μεγαλώναμε, μεγαλώνουμε...) να ουρλιάζει από χαρά το αυτοσχέδιο στιχάκι: «ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν βγαίνω από το ΤΤ».

Μικρές προσωπικές ιστορίες, στιγμές παθών και πάθους, από μια Audi που πήρε το εισιτήριο για τα ψηλά, που τίμησε το πνεύμα των «ματιών που γυαλίζουν» και που έφθασε ως τις μέρες μας, σοφότερη, δυνατότερη και πάντα απόλυτα ακριβής και ακέραιη σε όσα υπόσχεται. Τα RS πληθύνανε, πήρανε παχάκια και κυλίνδρους, από κοντά και τα S, ήρθαν και τα SUV, και όλα μπερδεύτηκαν γλυκά, μνήμες, γκάζια και λύσσα, SQ5 και TT RS, δυο ημέρες (και κάτι ανήμερες νύχτες) του Μαρτίου. Αισίως 50άρηδες, αιωνίως νεανίες, και μονίμως με το μυαλό και την καρδιά στο «μάτι που γυαλίζει».

Από το S(port) στο R(enn)S(port)

Aπό την καταιγιστική εμφάνιση του πρώτου Quattro μέχρι τις ημέρες μας, η Audi παίζει με τους νόμους της αγοράς, την υπομονή της Φυσικής και τα νεύρα του ανταγωνισμού, με τα γράμματα «S» και «RS» (δηλαδή Racing Sport) σε διάφορες προσμίξεις, και πάντα με έναν στόχο: την μέγιστη δυνατή ικανοποίηση του οδηγού σε ένα safe mode λειτουργίας και comme il faut αλητείας. Πάρτε για παράδειγμα το SQ5.

Ένα πληθωρικό και ογκώδες όχημα, με αρκετό βάρος, και μπόλικη εμπορική ματαιοδοξία, το οποίο φιλοδοξεί να έχει σπορ χαρακτήρα και επιδόσεις. Δύσκολη η εξίσωση, όμως για την Audi φαίνεται ως το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Το γράμμα «S» δεν είναι κενό νοήματος, καθώς κάτω από τη δυναμική εμφάνιση και το συγκρατημένο αισθητικό botox μιας  κόσμιας μπρουταλιτέ, έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό σπορ Audi: γρήγορο και αποτελεσματικό σε κάθε περίπτωση και κάτω από οποιονδήποτε συνδυασμό δρόμου και οδηγού. Η προσέγγιση βέβαια ακολουθεί τα δεδομένα των SUV, το ίδιο και ο τρόπος που εννοεί το SQ5 την φράση «σπορ οδήγηση».

Τα specs είναι καθηλωτικά, όχι μόνο στους αριθμούς (354 άλογα, 500 Νm ροπής, 0-100 σε 5,4 sec!) όσο και σε χαρακτηριστικά λειτουργίας με τον εξαίσιο V6 να λειτουργεί βελούδινα και να αρπάζει από χαμηλά, και το 8τάχυτο DSG να λειτουργεί διαισθητικά, πιο πολύ με την σκέψη παρά με την αφή. Στο πακέτο και η κλασική τετρακίνηση της Audi, πιο πισωκίνητα «πειραγμένη» για την περίσταση και με σπέσιαλ προσθήκη ένα torque vectoring διαφορικό στον πίσω άξονα. Μαζί και η αερανάρτηση που είναι όλα τα λεφτά (όνομα και πράγμα στα 96.650 ευρώ!), με τις πάμπολλες ρυθμίσεις και την ικανότητα να μεταμορφώνει το SQ5 από limo σε off road animal με απόσταση από το έδαφος στα 230 χιλιοστά!

Κάπου ενδιάμεσα, στην Dynamic ρύθμιση -όπου είναι και το ζητούμενο- το SQ5 θα εντυπωσιάσει με τον τρόπο που διαχειρίζεται τον όγκο και το βάρος του, στρίβοντας με πυγμή και σθένος, χωρίς κλίσεις και περιττά δράματα, με βαρύ «γεμάτο» τιμόνι, και τα φρένα με τις εξαπίστονες δαγκάνες εμπρός έτοιμα να σώσουν τα προσχήματα -και τις λαμαρίνες- από κάθε υπερβολή. Λείπει -φυσιολογικά- η αίσθηση του οδηγικού κατεπείγοντος και «σπάζεσαι» με τις ψεύτικες εξατμίσεις (που είσαι Φερδινάνδε;). Όμως στο τέλος της ημέρας ξέρεις ότι, υπό το πρίσμα πάντα των SUV, εδώ θα μπορούσες να «κλείσεις» ως οδηγός και καταναλωτής.

Το TT-RS

Κατεβαίνοντας από το ψηλό SQ5 και μπαίνοντας στο ΤΤ, νιώθεις σα να συμμετέχεις σε ένα ευλαβικό προσκύνημα στα άχραντα μυστήρια της Audi. Αφού βεβαιωθείς πρώτα ότι οι μπούκες στο πίσω μέρος είναι αληθινές (σόρι, εδώ μου «κάθισε» με το SQ5...), βρίσκεσαι πλέον σε ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο. Είναι σαν να αφήνεις ένα multiplex σινεμά με ποπκόρν και αμερικάνικο blockbuster στην οθόνη, για να μπεις σε μία αίθουσα της Κινηματογραφικής Λέσχης σε προβολή ενός σινεφίλ οδηγικού masterpiece για μυημένους. Εδώ όλα είναι διαφορετικά, όλα είναι μοναδικά, και όλα δείχνουν σαν να θέλουν να μιλήσουν κατευθείαν στην καρδιά και το μυαλό σου.

Η θέση οδήγησης είναι μαγική, το περιβάλλον όσο πωρωμένο χρειάζεται και όσο ντιζαϊνάτο επιβάλλουν οι τέσσερις κύκλοι, η ποιότητα διάχυτη και ο εξοπλισμός ακριβής και επικεντρωμένος. Και ύστερα είναι ο ΗΧΟΣ, αυτή η δαιμονική παρτιτούρα του πεντακύλινδρου που όμοιά του δεν θα βρεις. Και μετά είναι εκείνη η πρώτη φορά που θα συναντηθείς με τα 400 άλογα. Καν’ το σε μια ευθεία, Καν’ το με λίγη κίνηση, Καν’ το μόνος και Καν’ το δυνατά, φώναξε δυνατά: «Αυτό δεν υπάρχει!». Δεν μπορεί να υπάρχει αυτή η πολυοργασμική επιτάχυνση (3,7 δίνει η Audi για το 0-100, έχει μετρηθεί και πιο κάτω...), δεν γίνεται ένα αυτοκίνητο της διπλανής πόρτας (σχεδόν) να ανακατεύει την ταχύτητα, τον χρόνο και την απόσταση σε ένα αλγεβρικό παραλήρημα data και αισθημάτων. Στην ευθεία θα χρειαστεί αντίπαλο μεγάλου εξαψήφιου -ή και επταψήφιου- φύλλου επιταγών.

Στις στροφές πάλι θα χρειαστεί σύνεση και χέρια. Χέρια με εμπειρία και γνώση, που κατανοούν το εργαλείο, που θα το αφήσουν να τους δείξει εκείνο τον τρόπο: φρένο αργά -το έχεις, μην το φοβάσαι-, σταθερό κουμάντο μέχρι το apex -εξαιρετικό το τιμόνι, σιγουριά η τετρακίνηση- και τέρμα γκάζι μέχρι την επόμενη στροφή. Μοιάζει απλό και με το TT είναι. Μοιάζει λίγο μονοδιάστατο, και σε σύγκριση με Cayman, μάλλον είναι. Μοιάζει μεθυστικό, και όντως είναι. Μοιάζει σαν ο πιο εύκολος τρόπος να πας από το Α στο Β (και στο Ω, δεν πάω σπίτι μου απόψε...), και σίγουρα είναι ότι πιο κολασμένα γρήγορο μπορείς να ονειρευτείς. Και όλα αυτά με έναν ΗΧΟ που μοιάζει σαν τα πιστόνια να χτυπούν μέσα στα σωθικά σου. Δε ρωτάς πόσο κάνει, δε ρωτάς τι χωράει (mens only, δεν θέλεις παρέες), δε ρωτάς πόσο καίει (πλάκα κάνεις...), δε ρωτάς τίποτα. Απλά παραδίνεσαι και υπακούς. Και γυρίζεις ξημέρωμα σπίτι με τους τοίχους να τρέμουν, τα έπιπλα να γλιστρούν με τα τέσσερα,  και το κρεβάτι να στρίβει με όσα, στοιχειωμένος για πάντα. 

Shine on you crazy diamond

Απόγευμα παρκάρεις το SQ5 στο γραφείο, ήταν ωραία μαζί του, αρχοντική παρέα, μια γκαλερί μοντέρνας τέχνης και τεχνικής για ψαγμένους φιλότεχνους της αυτοκίνησης. Σκέψεις, σημειώσεις, συμπεράσματα: μάλλον η καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη επιλογή για ένα sport premium SUV, όντας η χρυσή τομή σε απόδοση, ντιζαϊνάτη πολυτέλεια και οδηγική έξαψη στην από εδώ της Macan όχθη. Μα έρχεται η νύχτα, αλλαγή βάρδιας, τελευταία βραδιά με το TT RS, ούτε που  θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που φουλάρισες το ρεζερβουάρ γιατί «έτσι», απλά για να το κάψεις (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Δρόμοι έρημοι της νύχτας και των τριψήφιων σφυγμών, πρώτα κάπου ανοιχτά και μακριά από κάμερες για τα δέοντα στις 250άρες, ύστερα στροφιλίκια προς Σούνιο, ιδρωμένα χέρια, ζεστή αλκαντάρα, πέντε κύλινδροι λυσσασμένοι, ήχοι και στρόφαλοι και λάστιχα, μάτια που λάμπουν, και εκείνα τα μάτια που γυάλιζαν, ο άτακτος εγγονός, ο  πατέρας των 12 παιδιών και ο αμετανόητος των 4 συζύγων, ο δυσλεξικός και ο απροσάρμοστος, ο ιεροφάντης και -πλέον- ο απόκληρος, η μαγική Audi του τότε και η μαγευτική Audi του τώρα, το TT RS, η νύχτα, η ζωή. Ναι, μόνο αυτή η ζωή: Με μάτια που γυαλίζουν!