Ταξιδεύουμε στον χρόνο στο αριστερό κάθισμα του υπερσπάνιου Fiat 750 Abarth Zagato


«Κάν’ το μικρό, κάν’ το ελαφρύ, κάν’ το γρήγορο». Ο Abarth και ο Zagato έβαλαν τον μεταπολεμικό ρεαλισμό σε λίγα μέτρα διονυσιασμένης λαμαρίνας. Και ένας σπάνιος Έλληνας συλλέκτης έβαλε κόπο και ρομαντισμό για να φτιαχτεί μια μοναδική ιστορία, από αυτές που κάνουν αληθινά πλούσιες τις ζωές των ανθρώπων.

  • ΦΩΤΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΟΣ
  • 16/9/2020

Είναι μεγάλη τύχη για κάθε αυτοκίνητο να συναντηθεί τη σωστή στιγμή με τη μοίρα του. Και ακόμα μεγαλύτερη τύχη για τον συλλέκτη να βρει το δικό του αυτοκίνητο, το προσωπικό του πάθος που θα τον κυριεύσει και θα του παραδοθεί. Για το μικρό Fiat 750 Abarth του Zagato, η σωστή ώρα ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ‘50. Τότε που η Ευρώπη και η Ιταλία έβγαιναν από τις στάχτες της καταστροφής εφευρίσκοντας από την αρχή τον τρόπο να ζουν και να δημιουργούν με τα λίγα και τα σημαντικά.

Μία Ιταλία που πέρα από τα αυτοκίνητα μπόρεσε να φτιάξει και ένα ρομαντικό παραμύθι μιας ασπρόμαυρης και γεμάτης ακτινοβολίας Dolce Vita που αντέχει ακόμα και σήμερα. Κάπου εδώ μπαίνει ο συλλέκτης μας. Εκείνος ο ιδανικός συλλέκτης που δεν σκορπά χρήμα σε μελλοντικές επενδύσεις και garage queens που θα γεμίσουν τα υπόγεια και τη ματαιοδοξία του. Αλλά που πίσω από ένα αυτοκίνητο βλέπει πολιτισμό, ιστορίες, μόχθο και τη χαρά της ανθρώπινης περιπέτειας. Είναι μεγάλη τύχη για έναν συλλέκτη να βρει τον δικό του ζωτικό «χωροχρόνο». Και ήταν τεράστια τύχη για εμάς εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα του Γενάρη, όταν κάπου απέναντι από τον Άγιο Κωνσταντίνο στη Γλυφάδα ήρθε και πάρκαρε δίπλα στο «γιγαντιαίο» Ford Puma ένα τόσο δα μικρό αλουμινένιο κόσμημα.

Ένα ασημί Abarth 750 Zagato το οποίο έφερε μαζί του έναν άνθρωπο σπανίζουσας ευγένειας και πλήρη εμπειριών, έτοιμο να μοιραστεί απλόχερα το πλεόνασμα ευζωίας και αγάπης για το αυτοκίνητο. Οι τρεις ώρες που ακολούθησαν ήταν από τις πιο ευχάριστες και εκλεπτυσμένες που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια. Και σίγουρα από τις πιο σημαδιακές.

Ιταλική αναγέννηση

Το αυτοκίνητο των φωτογραφιών μας ήταν μία από τις προτάσεις που έκαναν οι καροσερίστες στη Fiat για να ενισχύσουν το νέο τότε 600άρκι της. Ο Ζagato ετοίμασε τη δική του εκδοχή, με την οριστική μορφή και την «Double Bubble» οροφή να παρουσιάζεται στην Έκθεση της Γενεύης το 1956. Η παραγωγή διήρκεσε πέντε χρόνια από το 1956 έως το 1960 και κατασκευάστηκαν περίπου 500 με 600 κομμάτια, εκ των οποίων έχουν επιβεβαιωθεί να υπάρχουν εν ζωή τα 294.

Κάθε ένα από τα αυτοκίνητα ήταν χειροποίητο και χρησιμοποιούσε κινητήρα από Fiat 600 στον οποίο ο Abarth επενέβαινε και ανέβαζε τον κυβισμό στα 747 cc. Είχε 4τάχυτο μηχανικό κιβώτιο και μέσα από 32άρια καρμπυρατέρ Weber κατάφερνε να βγάζει από 44 έως και 47 άλογα, ανάλογα τις εκδόσεις.

Το αμάξωμα ήταν κατασκευασμένο από τον Zagato και χάρη στην χρήση αλουμινίου και πολλών πατεντών, το βάρος είχε κρατηθεί στα 550 κιλά, με το 0-100 km/h να έρχεται σε 16 δευτερόλεπτα και η τελική ταχύτητα να αγγίζει τα 152 km/h. Eπιδόσεις ιδιαίτερα εντυπωσιακές για το μέγεθός του και για την εποχή, που το έκαναν άκρως δημοφιλές σε αγώνες κάθε είδους, ενώ η έναρξη μίας ειδικής κατηγορίας αγώνων στην Αμερική, δημιούργησε έναν ιδιότυπο μύθο γύρω από το όνομά του εκεί, ιδίως μεταξύ των «weekend racers».

Η τιμή του στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 έφτανε, ανάλογα με την έκδοση, έως και λίγο κάτω από τα 5 χιλιάδες δολάρια, κάτι που σε σημερινές τιμές αντιστοιχεί σε 42 χιλιάδες δολάρια καινούργιο. Ως classic, αν είναι τέλεια ανακατασκευασμένο σε επίπεδο επίδειξης, η τιμή του μπορεί να είναι κοντά στην περιοχή των 200.000 ευρώ, αν και υπάρχουν αρκετά που αλλάζουν χέρια (όχι προφανώς σε άψογη κατάσταση) έως και σε χαμηλά διψήφια νούμερα.

To μακρύ ταξίδι για την Ελλάδα

H ιστορία του «δικού» μας «Double Bubble» είναι αρκετά μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα. Για την οικονομία του χώρου να πούμε ότι είναι ένα από αυτά που ταξίδεψαν στην Αμερική, όπου πιθανόν είχε και ενεργή αγωνιστική παρουσία. Σώθηκε από έναν νεαρό βετεράνο του πολέμου του Βιετνάμ στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, το φρόντισε πολύ προσεκτικά, και αφού πέρασε από διάφορα χέρια κατέληξε στον Pete Vack, ο οποίος ανέλαβε το τιτάνιο έργο να το φέρει στην κανονική του μορφή, με τα γνήσια μηχανικά -και όχι μόνο- στοιχεία που το αποτελούσαν.

Η εύρεση ενός δεύτερου 750 Zagato απείραχτου κάπου στη Βαλτιμόρη τον βοήθησε σημαντικά στο να συνθέσει ένα όσο πιο γίνεται πιστό στο εργοστασιακό αυτοκίνητο, ιδίως σε ό,τι αφορά στο σαλόνι, που ήταν σε γενικές γραμμές απείραχτο. Αποκεί και πέρα ξεκίνησε μία πολύχρονη προσπάθεια να βρεθούν όλα τα ακριβή ανταλλακτικά, καθώς αυτό που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την κατάσταση ήταν ότι κανένα από τα Ζagato δεν ήταν ίδιο το ένα με το άλλο.

Επιπλέoν, η κατασκευή των περισσότερων εξαρτημάτων από αλουμίνιο για τη διατήρηση του βάρους χαμηλά είχε ως αποτέλεσμα ελάχιστα από αυτά να μπορούν να ταιριάξουν από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, καθώς κάθε ανταλλακτικό είχε ακριβώς την «υπογραφή» για το εκάστοτε αυτοκίνητο και μόνο.

Mετά το πέρας της τεράστιας ανακατασκευής, συμμετείχε το 1998 στο Pebble Beach Concours d’Elegance όπου και διακρίθηκε και το ’99 έκανε και το ράλλυ Liege-Rome-Liege οπότε και πάτησε για πρώτη φορά τις ρόδες του στην Ιταλία μετά από σχεδόν 40 χρόνια. Το ασημί Abarth 750 Ζagato βρίσκεται πλέον στη χώρα μας, έχοντας φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο πιστότητας και ακρίβειας των μηχανικών του μερών, καθιστώντας το ένα από τα πιο καταξιωμένα σε όλο τον κόσμο.

Volare

Στις ώρες που ήμαστε μαζί με το μικρό Abarth είχαμε την ευκαιρία να το περιεργαστούμε εξονυχιστικά, αλλά και τη χαρά να το οδηγήσουμε. Εμπειρία μοναδική ιδίως όταν δίπλα σου βρίσκεται ο άνθρωπος που ζει και αναπνέει μέσα από τα Weber και τα εμβολάκια του λιλιπούτειου τετρακύλινδρου της Fiat.

Η πρώτη αίσθηση είναι καταλυτική. Μοιάζει με δυο τρεις αιώνες διαφορά σε σχέση με το γυαλιστερό Ford Puma που είχαμε μαζί μας ως όχημα υποστήριξης, σαν να μπαίνεις σε μία μηχανή του χρόνου που σε παίρνει από την επικράτεια των SUV και σε γυρίζει πίσω στις ημέρες της μηχανολογικής Τσινετσιτά των ιταλικών 50’s. Αυτό που κάνει εντύπωση πρώτα απ’ όλα είναι τα φρένα. Ή μάλλον, η απουσία τους. Πρέπει να πιέσεις ΔΥΝΑΤΑ για να μην καταστρέψεις σχεδόν δυο εκατοντάδες χιλιάδων ευρώ κάτω από το προπορευόμενο λεωφορείο. Και κυρίως αναλογίζεσαι πόσα κιλά γεννητικούς αδένες είχαν εκείνα τα άγουρα παιδιά για να οδηγούν με τελικές αυτά τα πρωτόλεια πούπουλα, έχοντας από δίπλα τον Abarth να υποστηρίζει ότι τα αυτοκίνητα δεν χρειάζονται φρένα αλλά μόνο γκάζι.

Το ιταλικό μοτεράκι στην πλάτη δουλεύει ρολόι, χωρίς κομπιάσματα και με στακάτο θόρυβο από το διπλό ελεύθερο τελικό, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε ανέβασε θερμοκρασία, ακόμα και στα διαρκή σταμάτα-ξεκίνα της φωτογράφισης. Αποκεί και πέρα, στην ουσία δεν οδηγείς με τον τρόπο που εννοούμε την οδήγηση σήμερα. Ούτε βέβαια κατά διάνοια μπορείς να κρίνεις ένα τέτοιο ευαίσθητο διαμάντι με τα δεδομένα μιας σύγχρονης υδραυλικής κρεμαγέρας ή μιας ανάρτησης που τη νιώθεις να ακουμπά πάνω στις πατούσες σου. Απλώς αφήνεις τις αισθήσεις σου ορθάνοιχτες, γίνεσαι ένα με το μέταλλο που σε περιβάλλει γυμνό και συμμετέχεις σε μία ιεροτελεστία αγνής μηχανολογίας, προσκυνητής σε μια χαμηλή και στενή κρύπτη ιδανικών στιγμών.

Η ώρα περνά χωρίς να το καταλάβουμε, το μικρό Abarth μάς ρίχνει τις τελευταίες ματιές έχοντας επιβιώσει από περιπέτειες σχεδόν 70 χρόνων και ενός απογεύματος στα χέρια μας. Θα πρέπει να επιστρέψει στο ασφαλές καταφύγιό του. Αποχαιρετισμοί και ευχαριστίες, ο άνθρωπος και το αυτοκίνητό του χάνονται στο βάθος της Παραλιακής.

Μένει η ιστορία. Μια ιστορία πάθους, επιμονής, κόπων και αγωνίας. Μια ιστορία βαθιάς πίστης στην εύνοια του να ζεις και να ονειρεύεσαι. Ο συλλέκτης, ο Abarth και ο Ζagato, o ήχος, ο χρόνος, οι ερωτοτροπούσες με το φως καμπύλες, οι ιστορίες των ανθρώπων και των μηχανών τους.

Arrivederci mia cara macchina.