SIR JACK BRABHAM: Η ιστορία… δεν επαναλαµβάνεται!


Ο John Arthur «Jack» Brabham κατέχει μια ξεχωριστή, μια μοναδική πρωτιά, την οποία έως τώρα κανένας άλλος δεν μπόρεσε να «αντιγράψει». Ήταν και είναι ο μοναδικός στην ιστορία της Formula 1, ο οποίος κατέκτησε τον τίτλο, οδηγώντας μονοθέσιο που κατασκεύασε ο ίδιος!

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ-ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟ
  • 2/11/2019

Από τα… 12 στο τιμόνι!

Γεννημένος στο Hurstville της Αυστραλίας στις 2 Απριλίου του 1926, ο Jack Brabham έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του τιμόνι σε ηλικία 12 ετών, καθώς οδηγούσε το φορτηγάκι του πατέρα του, αλλά και το οικογενειακό αυτοκίνητο.

Στα 15 του εγκατέλειψε το σχολείο κι άρχισε να εργάζεται ως μηχανικός, ενώ παράλληλα σπούδασε μηχανολογία, ξυλουργική και βιομηχανικό σχέδιο, ενώ ασχολήθηκε με τις πωλήσεις και τη συντήρηση μοτοσικλετών. Το 1948 ξεκίνησε να συμμετέχει σε αγώνες στην Αυστραλία, έχοντας νωρίτερα ολοκληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του στην Πολεμική Αεροπορία, όπου υπηρέτησε ως ιπτάμενος μηχανικός. Στην αρχή δεν ήθελε να οδηγήσει. Όμως πολύ σύντομα πείστηκε από τον φίλο του Johnny Schonberg να πιάσει στα χέρια του το κεντρομήχανο αγωνιστικό όχημα που οι δύο τους είχαν σχεδιάσει και κατασκευάσει. Εκείνη την εποχή οι αγώνες με αυτής της μορφής τα οχήματα γνώριζαν ιδιαίτερη άνθιση στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, προσελκύοντας χιλιάδες θεατές.

Ο Brabham αμέσως έκανε αίσθηση με τις οδηγικές ικανότητές του, κατακτώντας νίκες και τίτλους. Ικανότητες που δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους Άγγλους, οι οποίοι τον έπεισαν το 1955 να μετακομίσει στην Ευρώπη.

Η μεγάλη ευκαιρία της Αγγλίας

Ο νεαρός Jack δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη κι έτσι ταξίδεψε στο Λονδίνο. Μία από τις προτεραιότητές του ήταν να αγοράσει ένα Cooper, με το οποίο συμμετείχε σε τοπικού χαρακτήρα αγώνες. Παράλληλα, όμως, έπιασε δουλειά στην Cooper, συμβάλλοντας στην κατασκευή ενός κεντρομήχανου αγωνιστικού οχήματος, το οποίο προοριζόταν για τη Formula 1. Συνδέθηκε, όμως, με στενή φιλία με τα αδέλφια Charlie και John Cooper, οι οποίοι του εμπιστεύθηκαν το νέο αγωνιστικό του όχημα για να το οδηγήσει στο βρετανικό Grand prix του 1955. Ο αγώνα, όμως, που άλλαξε τον ρουν της «σχέσης» του Brabham με τη Formula 1 ήταν ένα μην πρωταθληματικό Grand prix στην πίστα του Σνέτερτον.

Έδωσε σπουδαία μάχη με τον Stirling Moss, με τον Βρετανό εν τέλει να κερδίζει. Όμως ο Brabham είχε συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να κοντράρει στα ίσα οδηγούς αυτού του επιπέδου. Η επόμενη κίνησή του ήταν να στείλει με το καράβι στην Αυστραλία το κεντρομήχανο αγωνιστικό που είχε σχεδιάσει. Μ’ αυτό κέρδισε το grand prix της πατρίδας του το 1955 κι αμέσως μετά το πούλησε, προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα ώστε να μετακομίσει μόνιμα στην Αγγλία μαζί με τη σύζυγό του, Betty και τον γιό τους, Goeff. Το 1956 συμμετείχε στο Πρωτάθλημα της Formula 1 με ένα μεταχειρισμένο μονοθέσιο της Maserati, ενώ παράλληλα συμμετείχε και στη Formula 2 με μία Cooper. 

Οι πρώτοι τίτλοι…

Ο πρώτος τερματισμός του σε grand prix ήρθε το 1957 στο Μονακό, με την έκτη θέση. Η αρχή είχε γίνει. Ο Brabham, με το «επιθετικό» στιλ οδήγησης μέσα στις πίστες, είχε δείξει προς πάσα κατεύθυνση ότι είχε τα φόντα να πρωταγωνιστήσει στην κορυφαία μορφή μηχανοκίνητου αθλητισμού. 

Σε αντίθεση, ωστόσο, με την οδήγησή του στις πίστες, στον δρόμο ήταν πάντοτε πράος και προσεκτικός. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τον Tony Brooks, με τον οποίον επέστρεφε στην Αγγλία έπειτα από το Grand prix της Πεσκάρα το 1957. Το αυτοκίνητό τους βρέθηκε πίσω από ένα κομβόι φορτηγών. Ο Brabham περίμενε υπομονετικά και δεν επιχείρησε κάποια παράτολμη προσπέραση, γεγονός που… εκνεύρισε τον Brooks.

Εν τέλει ο Brabham επέλεξε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού, με τον Brooks να αναλαμβάνει τελικά να κάνει την προσπέραση!Το 1958 δεν αγωνίστηκε στον εναρκτήριο αγώνα της σεζόν στην Αργεντινή, όμως στο Μονακό ήταν τέταρτος, κατακτώντας τους πρώτους τρεις βαθμούς του στη Formula 1. Όμως η «εκτόξευση» ήρθε το 1959. Δύο νίκες σε Μονακό και Σίλβερστοουν, δεύτερη θέση στο Ζάντφουρτ, τρίτος στη Ρεμς και στην Μόντσα. Ο πρώτος τίτλος ήταν γεγονός, μολονότι είχε επιλέξει να μην συμμετάσχει στο Indy 500 κι είχε δύο εγκαταλείψεις σε Γερμανία και Πορτογαλία.

Ένα τίτλος… επεισοδιακός, καθώς στον τελευταίο αγώνα, στο Ζέμπρινγκ ων Ηνωμένων Πολιτειών, χρειάστηκε να κατέβει και να σπρώξει ο ίδιος το μονοθέσιό του μέχρι τη γραμμή του τερματισμού, καθώς είχε μείνει από καύσιμα.

Για καλή του τύχη τα κατάφερε και σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη του Moss και με την τρίτη θέση του Tony Brooks, πήρε τους βαθμούς που χρειαζόταν για να στεφθεί Παγκόσμιος Πρωταθλητής!

Το δικό του «μαγαζί»

Το 1960 μολονότι ξεκίνησε… στραβά με εγκατάλειψη στην Αργεντινή κι αποκλεισμό το Μονακό, χάρη στις πέντε συνεχόμενες νίκες σε Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Πορτογαλία, τον βρήκε στο φινάλε και πάλι Πρωταθλητή! Η επόμενη χρονιά έμελλε να είναι και η τελευταία της συνεργασίας του με την Cooper, καθώς από το 1959 κιόλας είχε αρχίσει να επενδύει στη δημιουργία δικής του αγωνιστικής ομάδας. Μαζί με τον Ron Tauranac βελτίωναν αγωνιστικά αυτοκίνητα για πελάτες τους. Ήταν θέμα χρόνου, λοιπόν, ο Brabham να κάνει το επόμενο βήμα που δεν θα ήταν άλλο από το να κατασκευάσει το δικό του μονοθέσιο Formula 1. Όπερ κι εγένετο στα μισά του 1962.

Έπειτα από πέντε αγώνες με Lotus 24, ο Brabham στις 5 Αυγούστου οδήγησε για πρώτη φορά το δικό του δημιούργημα, ονόματι «Brabham ΒΤ3» στο Νίρμπουργκρινγκ. Μόλις στον ένατο γύρο εγκατέλειψε λόγω προβλήματος στο πεντάλ του γκαζιού. Όμως η αρχή είχε γίνει και παρότι το 1963, το 1964 και το 1965 κύλησαν δίχως νίκες για την ομάδα, του, ο ίδιος επέμεινε. Και δικαιώθηκε το 1966, καθώς πήρε τέσσερις διαδοχικές νίκες σε Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ολλανδία και Γερμανία και σε συνδυασμό με τη δεύτερη θέση στον τελευταίο αγώνα του Μεξικού έφτασε τους 42 βαθμούς και στέφθηκε για τρίτη φορά στην καριέρα του Παγκόσμιος Πρωταθλητής. 

Μοναδικός!

Ο τρίτος τίτλους, όμως, είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία για τον Brabham. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας άλλος οδηγός δεν είχε καταφέρει να στεφθεί Παγκόσμιος πρωταθλητής οδηγώντας μονοθέσιο που είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει ο ίδιος. Επίτευγμα εντυπωσιακό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, μα ακόμα και της σημερινής, καθώς μισόν αιώνα και πλέον μετά από το «χρυσό 1966», κανένας άλλος οδηγός δεν μπόρεσε να το επαναλάβει.

Μάλιστα κατέκτησε και τον τίτλο στους κατασκευαστές, επίτευγμα που επανέλαβε και το 1967, μολονότι ο ίδιος τερμάτισε δεύτερος στη βαθμολογία. Ακολούθησαν ακόμα τρεις νίκες, το 1967 στη Γαλλία και στον Καναδά και το 1970 στον εναρκτήριο αγώνα της σεζόν, στο Κιαλάμι της Νοτίου Αφρικής με την BT33. Αυτό ήταν και το τελευταίο μονοθέσιο που οδήγησε ο Brabham, καθώς στο φινάλε εκείνης της σεζόν αποχώρησε από την ενεργό δράση, πουλώντας και τις μετοχές του στον συνέταιρό του, Ron Tauranac.