Σμύρνη, εν μέση οδώ: Όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ μπήκε στη Σμύρνη


Στην προκυμαία της Σμύρνης εξελίχτηκε η τελευταία πράξη της Μικρασιατικής εμπλοκής. Εκεί ο Κεμάλ κατέφτασε εποχούμενος, συνοδεία ιππικού, σημασιοδοτώντας (και) έτσι το αυτοκίνητο ως σύμβολο εξουσίας, επιβολής και κύρους.

  • ΚΕΙΜΕΝΟ: ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ ΦΩΤ.:LEVANTINE HERITAGE FOUNDATION
  • 10/9/2022

Την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1922, τα τουρκικά στρατεύματα βρισκόταν στη Σμύρνη πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν είχε φανεί. Εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Νιμφ, στο Νυμφαίο, περίπου 40 χλμ. από τη Σμύρνη. Προετοίμαζε τη θριαμβευτική του είσοδο. «Πέντε αυτοκίνητα, καλογυαλισμένα και διακοσμημένα με κλάδους ελιάς, περίμεναν να μεταφέρουν τον ίδιο και την ακολουθία του στην πόλη. Το μεσημέρι, ο Κεμάλ εγκατέλειψε το αρχηγείο του, ξεσκόνισε τη στολή του και μπήκε στο πρώτο αυτοκίνητο. Ήταν η στιγμή που περίμενε τρία ολόκληρα χρόνια», η είσοδος με αυτοκίνητο, σύμβολο εκμοντερνισμού, κύρους, επιβολής, σύμβολο εξουσίας και ισχύος. Ο Κεμάλ εισήλθε στην πόλη γύρω στις 17.00 στο πίσω κάθισμα μιας Mercedes-Knight, μοντέλο του 1911. Το αυτοκίνητο είχε μήκος τεσσεράμισι μέτρα, με αναπαυτικά δερμάτινα καθίσματα, ενώ η οροφή ήταν κατεβασμένη, ενώ απόσπασμα ιππικού, κρατώντας σημαίες και λόγχες, προπορευόταν του αυτοκινήτου – ο Κεμάλ, ύστερα, επέλεξε να κυκλοφορεί με την αγαπημένη του Lincoln K καμπριολέ του 1934.

 Το τουρκικό ιππικό περίμενε τον Κεμάλ παρατεταγμένο στην τουρκική συνοικία. «Με μια αστραπιαία κίνηση, δύο μακριές σειρές ιππέων τράβηξαν τα σπαθιά τους από τις θήκες [...] και ο ήλιος άστραφτε πάνω από το ατσάλι [...] Πάνω στο λείο μαρμάρινο πεζοδρόμιο προχωρούσαν τα κινούμενα τείχη από άνδρες και ατσάλι, άλογα που γλιστρούσαν και σηκώνονταν, ενώ το καμπυλωτό ατσάλι έλαμπε σαν αστραπή στη σκοτεινή ατμόσφαιρα των αψίδων», θυμάται μία αυτόπτης και παραθέτει ο Μίλτον Γκάις.

 Το αυτοκίνητο του διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στη Σμύρνη του στρατηγού Χάνμπερυ, ένα σκούρο πράσινο Sunbeam, με προβολείς οι οποίοι είχαν λυχνίες καρβιδίου, που βρωμούσαν και έζεχναν, και το οποίο τόσο εντυπωσίαζε τον εννιάχρονο τότε Ελντον Ζιπώ, δεν επέστρεψε ποτέ στη Μ. Βρετανία – η μόδα του αυτοκινήτου, πάντως, φαίνεται να είχε καταλάβει τη Σμύρνη, όπου αυτοκίνητα διέθεταν όλες οι πλούσιες βρετανικές οικογένειες που κατοικούσαν στον Μπουρνόβα. Τα αυτοκίνητα αυτά επιτάχθηκαν από τους Τούρκους, όπως και οι σιδηρόδρομοι – χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για στρατιωτικές μεταφορές. ‘Ετσι, για να πηγαίνουν κυνήγι οι εν λόγω, παρήγγειλαν, μέσω του Βρετανικού Στρατηγείου που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, « άλλα δύο γερά αυτοκίνητα με υψηλό chassis, κατάλληλα για κακούς δρόμους, που προστέθηκαν στο πολυτελές Σαμπήμ του Στρατηγού», σύμφωνα με μια μαρτυρία – η Ύπατη Αρμοστία είχε επισκευάσει δρόμους συνολικού μήκους 80 χλμ. γύρω από τη Σμύρνη, σε συνεργασία με τις στρατιωτικές Αρχές και με την εργασία Τούρκων αιχμαλώτων.

 «Αυτοκίνητα και μπισικλέτες με τους οδηγούς τους να φορούν γυαλιά για τον άνεμο, βαρυφορτωμένες ντεβέδες σκονισμένες από την άμμο της Ανατολής, κάρα με την πλάτη προς τους βερχανέδες έτοιμα για φόρτωμα ή για ξεφόρτωμα, με τα μουλάρια τους να μασουλάνε σανό με τη μουσούδα και την προσοχή τους μέσα στους ντορβέδες», ιδού μια λογοτεχνικη αδεία εικόνα της πολυπολιτισμικής Σμύρνης, όπου το πρώτο αυτοκίνητο φαίνεται να έφτασε στη Σμύρνη το 1905. Το είχε φέρει ο Ρίτσαρντ Ουίταλ, μέλος μίας από τις πανίσχυρες λεβαντίνικες δυναστείες της Σμύρνης.

 Πιο κοντά στην εποχή στην οποία εδώ αναφερόμαστε, το 1916, «τότες», γράφει ο γιατρός Δημήτρης Ι. Αρχιγένης στα πολύτιμα Λαογραφικά του για «τα σινάφια της Σμύρνης», «δυό Σμυρνιοί Εγγλέζοι, ο Ρίτσαρ Βίτελης (Ουίτελ) κι ο Θίοντορ (Θόδωρος) Μάνουελ, είχανε φέρει ο καθένας τως κι από ‘να ωτομομπίλ, που είχε τότες ομπροστά του μια μανιβέλα που την γύριζες δυνατά για να πάρει ομπρός η μηχανή. Στον πόλεμο του 1914-1918, που ήρχανε οι Σύμμαχοι των Τούρκωνε, οι Γερμανοί, ηβλέπαμε κανένα τέτοιο στρατιωτικό. Και, σαν ήρχανε οι Ελληνες στα 1919, ηβλέπαμε πιότερα τέτοια».

 Στα τέλη του 1919 τα αυτοκίνητα φαίνεται να τρομάζουν τα άλογα, να εμποδίζουν την κυκλοφορία, «αν και οι περισσότεροι τα αγόραζαν για φιγούρα». Τα αγώγια έχουν πέσει τόσο πολύ, που πλέον είναι ασύμφορα, τόσο ώστε «οι αμαξάδες δυσκολεύονταν να τα?ζουν τα άλογα κάθε μέρα», και μπροστά στο ξενοδοχείο Κράμερ επικρατεί το αδιαχώρητο. «Κλάξον, φωνές, ένας στρατιώτης προσπαθούσε να ρυθμίσει τη κίνηση», αν εμπιστευτούμε την περιγραφή του Ευάγγελου Μαυρουδή.

Στις 31 Μαϊου 1921, ημέρα Δευτέρα, «η προκυμαία αλλά και η Σμύρνη ολόκληρη ήταν επί ποδός πολέμου. Η αστυνομία δεν επέτρεπε την κυκλοφορία ιδιωτικών αυτοκινήτων και αμαξών στην παραλιακή οδό από την Πούντα μέχρι το τελωνείο», διαβάζω με τα μέσα που η λογοτεχνική αποτύπωση διαπιστεύει. «Γερανοί ξεφόρτωναν τα καράβια που είχαν πλευρίσει, δημιουργώντας βουνά ολόκληρα από σακιά, τσουβάλια και κασόνια. Αλλού κατέβαζαν αυτοκίνητα και φορτηγά, νοσοκομειακά, πυροβόλα, κάρα, άλογα. Προς την Πούντα δύο τεράστιοι γερανοί άφηναν στη γη σαν πουλάκι μια τεράστια ατμομηχανή. Δίπλα στην αποβάθρα για τα καραβάκια του Κορδελιού ξεφορτώνονταν σιδερένιες ράγιες και μεγάλα καρούλια με σύρματα. Στρατιώτες έβγαιναν συνεχώς από τα πλοία μέσα σε έναν πανζουρλισμό φωνών, διαταγών και σφυριγμάτων από τις σφυρίχτρες των αξιωματικών. Κόσμος παρακολουθούσε από τα πεζοδρόμια. Κάποιοι ζητωκραύγαζαν».

 Ξέρουμε πια τη συνέχεια. Μεταφερόμαστε, πια, μαζί με τους πρόσφυγες στην Αθήνα εν μέση οδώ του Μεσοπολέμου.